Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

Σκέψεις

Κοιτάζω τους ανθρώπους γύρω μου. Σκυθρωποί, ανέκφραστοι, αμίλητοι, σοβαροί. Ρομπότ. Οι εποχές απαιτητικές, σχεδόν απάνθρωπες. Η ανάσα λείπει. Το βλέμα στο κενό. Οι σκέψεις κενές. Προσπαθώ να κρατήσω ζωντανό το παιδί που κρύβω μέσα μου. Θέλω να το κρατήσω. Με βοηθάς κι εσύ, πάντα με βοηθούσες. Γι' αυτό σ' αγαπάω. Γιατί δε με αφήνεις να μεγαλώσω. Δε με αφήνεις να μαραζώσω. Το χαμόγελο μοιάζει με αρρώστια σήμερα. Ή με τρέλα. Όμορφη τρέλα. Πόσο χαίρομαι που σε έχω. Όταν καθόμαστε στο κρεβάτι καί κοιτάμε αγκαλιά το ταβάνι, λέγοντας γιά τα ταξίδια που θα πάμε. Λονδίνο, Βερολίνο, Άμστερνταμ, Βαρκελώνη. Κάθε φορά ένας διαφορετικός προορισμός. Πετάμε με το μυαλό καί ταξιδεύουμε με τη σκέψη. Οδηγάω καί κοιμάσαι δίπλα μου. Είναι νωρίς. Αγαπάς την ασφάλεια του κρεβατιού σου. Κι εγώ το ίδιο. Ο ήλιος πέφτει στα μάτια σου, σε ενοχλεί. Χαμογελάω. Γιατί δυσανασχετείς μαζί του καί επειδή το φως του ήλιου σε ομορφαίνει. Γκρινιάζεις καμιά φορά. Αλλά δε μπορώ να κάνω χωρίς αυτή τη γκρίνια. Χαμένη κι εγώ χάνομαι μαζί σου. Από αυτόν τον κόσμο, μέσα σε μουσικές, μέσα σε όνειρα, μέσα σε σελίδες κόμικ, μέσα στα μάτια σου. Προσπαθώ να χρωματίζω αυτή τη μαυρίλα. Μαζί σου. Για σένα. Γιά μένα. Όταν με αγκαλιάζεις πριν φύγεις το πρωί. Όλα είναι όμορφα. Όλα μοιάζουν εύκολα, πιό απλά. Δε θέλουμε να μεγαλώσουμε, ποτέ δε θελήσαμε. Στο μυαλό, στις σκέψεις, στην ανεμελιά. Το αυτοκίνητο μετράει τα χιλιόμετρα που κάναμε μαζί. Αν τα βάλεις όλα μαζί θα μπορούσαν να καλύψουν ένα ταξίδι. Αλλά εμείς κάναμε πολλά μικρά. Φιλτράκια, σκόρπιος καπνός, ένα κουτάκι τσίχλες, αποτυπώματα στο παρμπρίζ. Δε θέλω να τα καθαρίσω. Το πρωί μοιάζουν με σχέδιο. Να 'ξερες πόσα έχω ακόμα μέσα μου, πόσο πολύ χαίρομαι που μεγαλώνουμε κι αλλάζουμε μαζί. Που σε έχω. Που με έχεις. Αυτό δεν είναι πάνω απ' όλα. Να έχεις έναν άνθρωπο που να σου τα απλουστεύει όλα; Κι αν καμιά φορά πνίγεσαι σε όλο αυτό, εγώ θα πατήσω στον πάτο γιά να βγείς στην επιφάνεια. Να πάμε στην ακροθαλασσια καί να αφήσουμε τον ήλιο να μας ζεσταίνει. Πόσο όμορφη είσαι όταν ο ήλιος περνάει μέσα από τα μαλλιά σου. Κλείσε τα μάτια, κράτα μου το χέρι, πετάμε τώρα...

Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2010

Αν-άνδρες

Η λέξη αντρισμός είναι μία πολύ παρεξηγημένη λέξη στις μέρες που ζούμε. Παρεξηγημένη όσο καί η λέξη δημοκρατία.

Γυρνώντας τον χρόνο προς τα πίσω η λέξη αυτή αποκτούσε κι άλλα παράγωγα. Μαζί με τη λέξη "αντρισμός" υπήρχε καί η λέξη "μπέσα". Η λέξη "ειλικρίνια". Η λέξη "ευθύνη". Περνώντας τα χρόνια όλα αυτά άλλαξαν, μαζί με πολλά άλλα. Αλλάξανε οι συνήθειες, ο τρόπος που μεγαλώνουμε, τα ιδανικά, τα πρότυπα. Αλλάξανε οι οικογένειες. Οπότε φαντάζει λογικό να χάσει μία λέξη το αληθινό της νόημα. Εμείς τα αγοράκια αλλάξαμε. Γίναμε ξαφνικά άντρες. Χωρίς καν να ξέρουμε τη σημασία καί τις ευθύνες της λέξης αυτής. Όταν είσαι αγόρι όλα είναι έυκολα, απλά. Όταν γίνεσαι άντρας αποκτάς ευθύνες. Γιατί μεγαλώνεις καί παύεις να έχεις τη δικαιολογία της μικρής ηλικίας καί του "στενού μυαλού".


Σήμερα όμως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Τα αγοράκια μεγαλώνουν αλλιώς. Βλέποντας τσόντες που εξευτελίζουν το γυναικείο φύλο καί την ομορφιά του έρωτα. Μεγαλώνουν βλέποντας ταινίες όπου ο άντρας βρίζει καί χτυπάει τις γυναίκες. Ακούνε τραγούδια που επικροτούν αυτή την στάση. Καί δεν βλέπουν το γυαλό που στραβά αρμενίζει. Γιατί ο κανόνας (στον οποίον υπάρχει και η εξαίρεση) όλα λειτουργούν έτσι. Η γυναίκα αντιμετωπίζεται ως ένα κομμάτι κρέας. Δεν έχει ψυχή, μυαλό , ικανότητες. Μόνο πόδια. Ανοιχτά.

Από τη μία τα αγοράκια έχουν μυαλό. Υποτίθεται έστω. Είναι ανώτερα από τις γυναίκες. Στο ύψος καί μόνο. Καί έχουν το αλάθητο. Μπορούν να χτυπάνε καί να φεύγουν χωρίς να δώσουν λογαριασμό. Είπαμε, οι εποχές άλλαξαν. Δεν υπάρχει καιρός γιά αγάπες καί έρωτες. "Ένα στα γρήγορα καί πολύ της είναι".

Τα κοριτσάκια από την άλλη "μαγεύονται". Ερωτεύονται καί ξεχνάνε τα πάντα. Όλα δικαιολογούνται. Αυξομοιώνουν τα στάνταρ τους ανάλογα με το αγοράκι. Θυσιάζουν όνειρα καί ελπίδες προκειμένου να βιώσουν αυτό που θέλουν. Αλλά τελικά είναι αυτό που θέλουν; Τις θέλουν επειδή είναι οι κοπέλες του Σαββάτου ή επειδή είναι οι κοπέλες της καθημερινής. Γιατί το Σάββατο είναι μόνο μία ημέρα...Και δυστυχώς η ζωή μας δεν έχει μόνο Σάββατα...

Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

Πεθαίνοντας γιά να ζήσεις...

Τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα. Δε μπορούσαμε να κοιμηθούμε τα βράδια. Η σειρήνα φώναζε συνεχώς. Οι βόμβες έπεφταν παντού. Χάος. Την κοιτούσα να έχει αγκαλιά τη μικρή που έκλαιγε. Είχε φοβηθεί. Καί αυτή καί το παιδί. Έκλαιγαν καί οι δύο. Η μία φωναχτά, η άλλη βουβά. Τις κοιτούσα. Πλέον άκουγα μόνο το κλάμα τους. Οι βόμβες δεν ακούγονταν στα αυτιά μου. Θα τα δώσω τα λεφτά να φύγουμε. Δε μπορούμε να ζούμε συνέχεια με το θάνατο πάνω από τα κεφάλια μας. Αποκοιμήθηκα με τη σκέψη, χωμένος κάτω από το τραπέζι. Την κοίταξα, κοιμόταν αγκαλιά με τη μικρή. Παντού μύριζε καμμένο. Δε με ενόχλησε. Έβρεξα το πρόσωπο μου καί πήγα καί να ρωτήσω τον Αχμέτ. Ο ξάδερφος του, ο Καρίμ, ήταν Ελλάδα. Είχαν να μιλήσουν καιρό βέβαια. Παλιά τον έπαιρνε συχνά, τώρα πήγαιναν δύο μήνες που είχαν να τα πούνε. "Δουλεύει καί δεν προλαβαίνει", έλεγε ο Αχμέτ. "Τώρα με τους Ολυμπιακούς υπάρχει δουλειά γιά όλους στην Ελλάδα". Τα κανόνισα όλα για να φύγουμε. Η βάρκα μας περίμενε δύο βράδια μετά. Την κρατούσα από το χέρι, κοίταξα το παιδί, αν ήταν καλά ντυμένο. Είχαμε μία βδομάδα ταξίδι. Ίσα που χωρέσαμε. Ευτυχώς δεν είχε θάλασσα. Προς το παρόν έστω. Κοιτούσα τα φώτα να απομακρύνονται. Πονούσα πολύ, γιατί την αγαπάω την πατρίδα μου. Αλλά αγαπάω παραπάνω την οικογένεια μου. Θυμάμαι όταν γέννησε τη μικρή. Πόση χαρά Θεέ μου. Θα έκανα τα πάντα γι' αυτές. Θα σκότωνα. Οι μέρες περνούσαν. Πολλοί δεν άντεξαν από τη δίψα καί την πείνα. Πέθαιναν. Είχα να πιώ νερό 2 μέρες για να πίνει η μικρή. Πετούσαν τα πτώματα στη θάλασσα. "να είμαστε πιό άνετα έλεγαν, να ελαφρύνει η βάρκα λίγο". Ακόμα δε μπορώ να ξεχάσω τον ήχο όταν έπεφταν στο νερό. Κάθε μέρα ήμουν χειρότερα. Αν δεν είχα αυτές δε θα άντεχα. Αυτές με κράτησαν καί φτάσαμε. Σε μία έρημη παραλία στη Μυτιλήνη. Τις πήρα από το χέρι. Ένιωθα πολύ αδύναμος. Βγήκαμε σε μία πόλη μετά από πολύ περπάτημα. Ερημιά. Βρήκα ένα συντριβάνι καί ήπια νερό. Είχε χάλια γεύση αλλά ξεδιψούσε. Κοιμηθήκαμε σε ένα παγκάκι. Το πρωί μας ξύπνησε ένας γέρος. Φάνηκε καλός. Μας πήρε καί μας πήγε στο καφενείο του χωριού. Κέρασε ό'τι ήπιαμε καί φάγαμε. Με ρώτησε αν θέλω δουλειά. Είχε κάτι χωράφια. Ήθελε εργάτες. Δέχτηκα χωρίς δεύτερη σκέψη. Ήταν πολύ δύσκολα. 12 ώρες δουλειά μέσα στο λιοπύρι. Ακόμα δεν είχα πληρωθεί, πάει ένας μήνας που δουλεύω. Δεν είπα τίποτα. Μας είχε καί μέναμε σε ένα δώμα. Στριμωχτά, αλλά είχαμε μία σκεπή πάνω από το κεφάλι μας καί ένα πιάτο φαΐ. Την επόμενη μέρα μου έδωσε εκατό ευρώ καί μου είπε να φύγω. Θα φώναζε την αστυνομία έλεγε. Με έκλεψε ο καριόλης. Δεν ήξερα καί καλά ελληνικά. Μόνο το "μαλάκα¨. Αυτό του έλεγα καθώς τις πήρα από το χέρι καί φύγαμε. Έβγαλα τρία εισιτήρια. Πειραιάς. Θα πήγαινα να βρώ δουλειά εκεί. Υπήρχαν καί οι Ολυμπιακοί. Θα ζητούσα κι από τον Καρίμ να με βοηθήσει. Έκανα δουλειές του ποδαριού. Προσπαθούσα να γνωρίσω πατριώτες. Άρχισα να μαθαίνω πως δουλεύουν τα πράγματα εδώ. Πολύ δουλειά, καθόλου λόγια. Έτσι πορεύτηκα. Βρήκα δουλειά σε ένα γήπεδο που φτιαχνόταν στο Φάληρο. Χρειάζονταν ένα εργάτη. Κι εγώ χρειάστηκα τα λεφτά. Δεν ήταν πολλά, αλλά τα χρειαζόμουν. Γιά εκείνες. Δύο μέρες ήταν που είχα ξεκινήσει. Είχαμε διάλλειμα καί έτρωγα με τον Αρμάν. Αυτός δούλευε κάνα χρόνο εκεί. Είχε γίνει ένα ατύχημα είπε, σκοτώθηκε ένας εργάτης. Ο Καρίμ. Πάγωσα. Αλλά δεν μίλησα... Τα χρόνια πέρνούσαν, οι ολυμπιακοί έγιναν, εγώ δούλευα σε οικοδομές, μία από δω, μία από 'κει. Μέναμε σε ένα υπόγειο στην Αλεξάνδρας. Η μικρή πήγαινε σχολείο. Είχαμε χαρτιά. Έδωσα πολλά λεφτά γιά να τα βγάλουμε, αλλά πιά δε φοβόμασταν. Εκείνη δούλευε σε σπίτια, καθάριζε. Δεν είχα παράπονο, η μικρή είχε βρεί παρέες, βγάζαμε λίγα λεφτά, αλλά είμαστε όλοι μαζί. Δεν υπάρχουν βόμβες. Μας κυνήγησαν κάνα δυό φορές κάτι καραφλοί με μπότες. Τη μία φορά με χτύπησαν, μπήκα μπροστά γιά να προστατέψω τη μικρή. Ευτυχώς δεν ήταν κάτι σοβαρό. Γενικά δεν είχα παράπονο. Πριν λίγους μήνες ακούσαμε κάτι για κρίση. Δεν έδωσα σημασία. "Η Ελλάδα έχει λεφτά" έλεγα, "το είπε καί αυτός με το μουστάκι από τους πράσινους". Δε μπορεί να έλεγε ψέμματα. Οι δουλειές άρχισαν να λιγοστεύουν. Δεν έβρισκα τόσο εύκολα πιά. Ευτυχώς εκείνη δεν είχε πρόβλημα. Την ήθελαν ακόμα. Καθάριζε καλά. Το είχε αυτό, ήταν πάντα τακτική. Τα λεφτά δεν έφταναν όμως. Εγώ είχα να δουλέψω τρείς μήνες. Χρωστούσα το νοίκι πέντε μηνών, ρεύμα δεν είχαμε, ήταν κομμένο. Μία μέρα που δίαβαζα τη μικρή, γύρισε σπίτι εκείνη, με δάκρυα στα μάτια. Την έδιωξαν. Δε τη χρειάζονταν άλλο. Την παρηγόρησα. Ήμουν αισιόδοξος. Πάντα ήμουν. Οι μήνες περνούσαν, δουλειά δεν είχαμε. Ζούσαμε με δανεικά, με συσσίτια, φύγαμε από το σπίτι, πήγαμε σε ένα δυάρι, μαζί με άλλους τρείς πατριώτες. Μας ερχόταν πιό φτηνά. Έκανα ό'τι δουλειά έβρισκα. Ξεφόρτωνα νταλίκες, έπλενα αυτοκίνητα. Μάζεψα λίγα λεφτά. Το είχα καταλάβει πιά. Δε μας σήκωνε άλλο η Ελλάδα. Τα χαρτιά δεν τα είχα ανανεώσει. Πήρα τα λεφτά καί πήγα να βρώ τον Πέτρο. Μου είχαν πει πως θα με κανόνιζε. Του έδωσα τα λεφτά στο χέρι. Μου είπε πως θα κανόνιζε σε δύο μέρες να με έστελνε Ιταλία. Πήγαμε σε κάτι αποθήκες στον Βοτανικό. Μας περίμενε ένα φορτηγό. Μας έβαλαν μέσα στην καρότσα, εμείς οι τρείς καί άλλοι επτά. Απο μπροστά έβαλαν κούτες με φυτοφάρμακα. Δε φαινόμασταν. Μύριζε πολύ άσχημα. Το φορτηγό άρχισε να κουνιέται. Προχωρούσαμε...Μπήκαμε στο καράβι γιά Ιταλία. Έκανε πολύ ζέστη στο γκαράζ. Στην καρότσα τα πράγματα ήταν χειρότερα. Μύριζε πετρέλαιο καί φυτοφάρμακο. Τις κοιτούσα, δεν έδειχναν καλά. Κανείς μας δεν έδειχνε καλά. Μας πήρε ο ύπνος. Ένιωθα πολύ αδύναμος. Ξύπνησα γιά λίγο καί τις κοίταξα. Ήταν χλωμές καί οι δύο. Από την κούραση θα ήταν σκέφτηκα. Δεν είχαν κουνηθεί καθόλου. Προσπάθησα να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά αλλά δε μπορούσα. Ένιωθα αδύναμος. Τις κοιτούσα. Μου φαίνονταν πιό χλωμές. Μπορεί καί να έκανα λάθος...Ίσως να έφταιγε καί το φως που έβλεπα καθώς έκλεινα τα μάτια μου...Σας αγαπάω, καληνύχτα...

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Face life and not Facebook.

Είμαστε μία τυχερή γενιά. Η δικιά μου καί όλες οι προηγούμενες. Μεγαλώσαμε κανονικά, σαν παιδιά, μπήκαμε στην εφηβεία, αγαπήσαμε, κλάψαμε, κάναμε σεξ, είδαμε τσόντες, καπνίσαμε στη ζούλα, κάναμε κοπάνες, πήγαμε σε πορείες. Ζήσαμε τις ηλικίες μας. Καί είναι μιά βαριά κληρονομιά. Να ζεις αληθινά. Είχαμε τις δυσκολίες μας. Δεν είπε κανείς πως μεγαλώσαμε άνετα, αλλά στην πραγματικότητα δεν μας έλειψε κάτι ουσιαστικό. Δεν είχαμε καί πλασματικές ανάγκες όμως. Η τηλεόραση δεν είχε εισβάλλει τόσο στον τρόπο ζωής μας καί το ίντερνετ δεν υπήρχε. Χωρίς να το θέλω κάνω συγκρίσεις. Αυθόρμητα. Αν καί δεν πρέπει, Η εποχές αλλάζουν, λένε. Η ουσία πλέον είναι το αν καί το κατά πόσο γίνεται για καλό. Η σημερινή γενιά που είναι; δεν βλέπω παιδιά να παίζουν μπάλα στους δρόμους. Που είναι τα παιδιά; εδώ είναι τα παιδιά. Στο ίντερνετ, στο facebook, στο Twitter, στα net καφέ. Εκεί μεγαλώνουν. Μέσα από το ίντερνετ. Είναι πολύ πιό ασφαλές. Δεν είναι όμως αληθινό. Κάνεις like, friend request, σχόλια. Καί παραμυθιάζεσαι πως φλερτάρεις. Δεν φλερτάρεις. Φυτοζωείς. Αλλά δεν το καταλαβαίνεις. Σου φαίνεται νορμάλ. Γιατί αυτό κάνουν όλα τα παιδιά της ηλικίας σου. Όπου καί να πας, ό'τι καί να κάνεις, το λες στο facebook. "πάω γιά ποτό", "είμαι γιά μπάνιο", "πάω Σαντορίνη"...status συνοδευόμενα από ανάλογες φωτογραφίες. Καί στην πραγματικότητα ποιόν τον νοιάζει πραγματικά τι κάνεις. Κανέναν. Φιλίες δεν υπάρχουν. Απλά επαφές. Νιώθεις όμως την ανάγκη να δείχνεις ωραίος. Φωτογραφίες επί φωτογραφιών που δείχνουν τι κάνεις ανά πάσα στιγμή. Να τρως, να κάνεις μπάνιο, να οδηγάς, να κανεις σεξ, να κατουράς. Τίποτα δε σοκάρει. Οι κοπέλες φωτογραφίζονται με όσο το δυνατόν λιγότερα ρούχα, με σουφρωμένα χείλη καί με βλέμμα όλο υποσχέσεις. Διαδικτυακές υποσχέσεις. Καί τα σχόλια πληθαίνουν. Αυτές νιώθουν όμορφα. Νιώθουν ποθητές καί σημαντικές. Διαδικτυακά. Μάλλον γιατί η πραγματική τους ζωή είναι πλήρως αδιάφορη. Μάλλον γιατί στην πραγματικότητα δεν έχουν σχέση με αυτό που πλασάρουν. Αλλωστέ αυτή είναι η μαγεία του facebook. Μπορείς να το παίξεις ό'τι θες. Δε θα το μάθει κανείς. Με προσοχή όμως. Γιατί από μηδενικό μπορεί να γίνεις νούμερο...

Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

Άσε τη δημοκρατία να πούμε για τον Γαύρο

Ακούω συνέχεια να μιλάνε γιά αυτή την ελευθερία. Ελευθερία λόγου, σκέψης, κινήσεων. Καί η μόνη ελευθερία που πραγματικά υπάρχει είναι η Αρβανιτάκη. Θα μου πείς "Έπρεπε να ζεις στη Χούντα γιά να καταλάβεις πόσο τυχεροί είστε". Που είναι αυτή η τύχη αγαπητέ μου; Καί γιατί ήσουν πιό άτυχος που έζησες στη Χούντα; Μήπως παραμυθιάζεσαι πως τώρα υπάρχει δημοκρατία; γιατί εγώ δεν το πιστεύω. Που είναι αυτή η δημοκρατία; Θα σου πώ εγώ που είναι. Στα βιβλία κοινωνικής καί πολιτικής αγωγής των σχολείων. Καί εκεί μένει. Δε μπορώ να πιστέψω πως υπάρχει δημοκρατία όταν μου ζητούν να βάλω πλάτη γιά τα χρέη της Ελλαδίτσας μας. Δεν τα έφαγα εγώ τα λεφτά για να πληρώσω. Ούτε ποτέ ζήτησα να μπει το ευρώ στη χώρα. Αλλά υπάρχει δημοκρατία. Όταν τα μαλακισμένα τα καραφλά βαράνε μετανάστες, αλλόθρησκους, προσπαθώντας να τους την επιβάλλουν με τη βία. Υπάρχει δημοκρατία όταν μου σπάνε το μαγαζί που έχω βγάλει τον καρκίνο για να το φτιάξω. Υπάρχει δημοκρατία όταν οι αστυνομικοί σκοτώνουν πολίτες καί αυτόματα αθωόνονται. Υπάρχει δημοκρατία όταν πάω σε πορεία καί καίγονται άνθρωποι. Υπάρχει δημοκρατία όταν σκοτώνουν αστυνομικούς καί δεν ακούγεται πουθενά. Όταν σκοτώνουν δημοσιογράφους. Όταν υπάρχει μία δήθεν τρομοκρατική οργάνωση που εξυπηρετεί συμφέροντα. Υπάρχει δημοκρατία αν δεν πάω στρατό καί κυνηγηθώ. Υπάρχει δημοκρατία αδερφέ μου όταν είναι ελεύθεροι (καί όχι πολιορκημένοι) όσοι έφαγαν τα λεφτά καί τώρα γελάνε με μένα τον μαλάκα που τα πληρώνω. Υπάρχει δημοκρατία όταν μου καίνε το αυτοκίνητο. Όταν μου κόβουν τα όνειρα. Όταν σαν κράτος είμαστε η γκομενίτσα του κάθε Κόκκαλη, Βαρδινογιάννη, Λάτση, Βγενόπουλου. Δεν υπάρχει δημοκρατία μαν. Ποτέ δεν υπήρξε. Ούτε ελευθερία υπάρχει. Οπότε μίλα μου όσο θες γιά Χούντες, δεν ιδρώνει το αυτί μου. Εσύ την πέρασες γιά επτά χρόνια, εγώ τη βιώνω ήδη 23. Οπότε έλα να σε κεράσω μία μπύρα να πούμε γιά τις μεταγραφές του Γαύρου να ξεχαστούμε...

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

Το εύκολο θύμα

Το είχα καύλα από μικρός. Δημοσιογραφία. Ούτε που θυμάμαι πως μου έκατσε. Θυμάμαι πως τη δημοσιογραφία τη σκεφτόμουν ως κάτι καλό. Γράφεις την αλήθεια στον κόσμο. Ήμουν μικρός, ρομαντικός. Τα χρόνια του σχολείου περνούσαν, η σκέψη μου ωρίμαζε, η επιθυμία παρέμενε ίδια. Δημοσιογραφία. Τα μόρια δεν τα έπιανα γιά να περάσω, το ήξερα. Όχι γιατί δε μπορούσα, απλά δε διάβαζα αρκετά για να λέω πως μπορώ. Τεχνολογία Τροφίμων. Το απέρριψα χωρίς δεύτερη σκέψη. Ο πατέρας μου άρχισε να βρυχάται. Η μάνα μου το είδε πιό δεκτικά το πράγμα. Τελικώς πέρασε το δικό μου. Ξεκίνησα να σπουδάζω αθλητική , τελικώς, δημοσιογραφία, σε μία περίοδο που φόβισε πολλούς στον χώρο. Δολοφονική επίθεση εναντίον του Συρίγου, μετά από λίγο καίρο αντίστοιχη επίθεση εναντίον του Περικλή Στέλλα. Η μάνα μου έτρεμε. Ξέρω πως μέσα της είχε μετανιώσει. Άλλά δε μίλησε. Δε με αποθάρρυναν όλα αυτά. Η δημοσιογραφία είναι μία τρέλα άλλωστε. Λεφτά δεν έχει, δόξα δεν έχει, κινδύνους έχει. Αλλά κανείς δε μπορεί να καταλάβει την τρέλα μας. Είναι μικρόβιο αυτό. Το αθλητικό δεν το κυνήγησα ποτέ. Ίσως γιατί ήταν πολύ βρώμικο γιά εμένα. Ποτέ δεν ξεπουλήθηκα γιά το όνειρο μου. Δεν έκανα εκπτώσεις. Πράγμα πολύ δύσκολο σε έναν χώρο που επιβιώνουν οι γλύφτες, οι μεγαλοδημοσιογράφοι, οι ζήτουλες, οι ξεπουλημένοι καί οι άσχετοι. Πλέον η δημοσιογραφία πεθαίνει. Αυτοί που άξιζαν να είναι στο χώρο είναι εκτός αυτού. Είτε επειδή το επέλεξαν, είτε γιατί τους ανάγκασαν να το κάνουν. Σήμερα σκότωσαν ένα παιδί. Δημοσιογράφο. Τον εκτέλεσαν. Δεν ξέρω αν υπήρξε καλός ή κακός δημοσιογράφος. Ξέρω πως υπήρξε άνθρωπος. Με την βιολογική έννοια. Με γυναίκα και παιδί. Ποτέ δε θα μάθουμε τις αιτίες που τον σκότωσαν. Απλά είναι ένα παράπλευρο θύμα. Οι μικροί την πληρώνουν πάντα. Οι μεγάλοι ποτέ. Η αδικία της ζωής καί του χώρου αυτού. Σας είπα εκπτώσεις δε θα κάνω ποτέ. Αλλά η ζωή είναι πάνω από το κάθετι. Η οικογένεια το ίδιο. Κάποιοι πρέπει να σκεφτούν πως αυτό το παιδί ακολουθούσε διαταγές. Γιατί είχε να θρέψει στόματα. Μπορεί να μην ήθελε αλλά να αναγκάστηκε. Ξέρετε τι εννοώ. Απλά αυτός ήταν πάντα το εύκολο θύμα. Καί αυτοί που το έκαναν θα είναι πάντα άνανδροι καί θρασύδειλοι.

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

Η ιστορία του Κού

Η Ελλάδα δεν αγαπάει τους ξένους. Ποτέ δεν τους αγάπησε. Τους παράνομους ξένους έστω. Γιατί τους τουρίστες τους ερωτεύτηκε. Εγώ ποτέ δεν είχα κανένα πρόβλημα με το χρώμα, με την εθνικότητα, με τη γλώσσα, με τη θρησκεία. Γιά μένα όλοι άνθρωποι είναι. Ίσοι καί όμοιοι. Ο Κού είναι ένας από αυτούς. Είναι Ασιάτης καί πουλάει, αντικειμενικά, άχρηστα αντικείμενα για να βγάλει τα προς το ζην. Άνθρωπος που παράτησε τη χώρα του προκειμένου να ζητήσει ένα καλύτερο μέλλον. Δεν το επέλεξε, αναγκάστηκε. Όπως οι περισσότεροι μετανάστες έστω. Ζεί με ανύπαρκτα λεφτά, αντιμετωπίζοντας καθημερινά την Αρεία Φυλή των Ελληναράδων που θεωρούν πως είναι γνήσιοι απόγονοι του Περικλή, οι οποίοι τους κυνηγούν, τους δέρνουν καί, πολλές φορές, τους σκοτώνουν. Η ζωή του όλη μέρα είναι τρέξιμο. Από την Αστυνομία, τους "πατριώτες", την Ελλάδα ολόκληρη. Για τον Κού άκουσα από τη Μαρία. Πηγαίνει στην κρεπερί που δουλεύει και πουλάει πραγματάκια. Το αφεντικό του δίνει να φάει δωρεάν όσες φορές τη μέρα θελήσει. Αυτός είναι άνθρωπος. Τη Μαρία την αγαπάει ο Κού, της κάνει δώρο κάτι άχρηστα κουκλάκια, κάτι μπρελόκ λέηζερ, κάτι από όλα αυτά τα άχρηστα που πουλάει. Δεν είχε τύχει ποτέ να τον γνωρίσω από κοντά. Έτυχε σήμερα. Την ώρα που έτρωγα με τη Μαρία, μπήκε στο μαγαζί που τρώγαμε να πουλήσει ό'τι μπορούσε. Ήταν πολύ περιποιημένος. Μάυρη μπλούζα πόλο με μαύρο παντελόνι. Αυτό όμως που προκαλούσε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν το αληθινό χαμόγελο του. Μόλις είδε τη Μαρία, ήρθε στο τραπέζι να τη χαιρετήσει. Με κοίταξε αμήχανα. Του χαμογέλασα και του έδωσα το χέρι μου. Ξαφνιάστηκε. Υποθέτω γιατί όταν κάποιος του απλώνει το χέρι είναι για να τον χτυπήσει. Πάντως όχι για καλό. "΄Γειά σου Κού, είμαι ο Νίκος" του είπα. Χαμογέλασε τόσο αληθινά καί χάρηκε τόσο πολύ που του μίλησα που αυτό αντανακλούσε στο πρόσωπο του. " Αυτό είναι το φίλο σου;" ρώτησε τη Μαρία. Εκείνη του είπε "ναί'. Τότε ο Κου βάζει το χέρι μέσα στην πραμάτεια του και μου δίνει έναν μικρό φακό στο χέρι. Με κοιτάζει και μου λέει "Ντώρο". Είναι από τις λίγες φορές που ξαφνιάζομαι τόσο. Του χαμογελάω καί τον χιλιοευχαρίστησα. Ξαφνικά με έπιασα να αισθάνομαι τόσο άσχημα. Γιατί τους φερόμαστε έτσι; γιατί αυτοί μας αγαπούν τόσο και εμείς καθόλου; γιατί να αναγκάζονται οι άνθρωποι να ξεριζόνωνται;. Κανείς δε θα μου τα απαντήσει αυτά, σίγουρα. Εγώ ένα ξέρω. Λίγη ανθρωπιά να είχαμε από αυτή του Κού θα ήμασταν καλύτεροι άνθρωποι. Κου ευχαριστώ και συγνώμη (που δεν λέμε να καταλάβουμε πως είσαι άνθρωπος).

Living

Φεύγοντας από την Αθήνα τις προηγούμενες τρείς μέρες, παρατήρησα ξανά το ίδιο πράγμα. Σ' αυτή την πόλη δε ζούμε. Αληθινά. Ανθρώπινα. Ένα άγχος, ένας κόμπος, ένα κάτι που δε μπορεί να μας αφήσει να ζήσουμε όσο θέλουμε αυτά που θέλουμε. Βία, μιζέρια, γκρίζο, νέφος, θόρυβος. Την Αθήνα την αγαπώ. Αλλά θα την ήθελα λίγο πιό ανθρώπινη. Ίσως πολύ πιό ανθρώπινη. Αυτό το καταλαβαίνω όποτε φεύγω. Όταν είμαι μέσα στη θάλασσα καί ακούω τα τζιτζίκια αντί γιά το ντάπα ντούπα των αθηναϊκών παραλιών. Όταν μυρίζω το θυμάρι αντί για το καυσαέριο. Όταν τα πάντα είναι φιλικά. Άνθρωποι καί ζώα. Όταν τα χρώματα σε κάθετι είναι χαρούμενα. Οι μουσικές είναι διαφορετικές. Η μπύρα έχει άλλη γεύση. Ο ήλιος δεν καίει τόσο. Το νερό της θάλασσας ποτέ δεν είναι πολύ κρύο. Τα κουνούπια δεν είναι ενοχλητικά. Οι στιγμές που πιάνεις τον εαυτό σου να χαμογελάει σα χαζός. Αναπνέεις και δεν πνίγεσαι. Τίποτα δε σου φαίνεται ακατόρθωτο. Και δε φταίει το μέρος γιά αυτό. Εσύ είσαι που τα κάνεις όλα. Η διάθεση σου. Η πόλη μας αγριεύει. Μας κλείνει στους εαυτούς μας. Μας γερνάει. Εμείς την αφήνουμε. Το να χαμογελάς χωρίς λόγο σε αυτή την πόλη θεωρείσαι χαζός. Στο νησί είσαι απλά χαρούμενος. Καί όποτε αντικρύζω την Αθήνα από το καράβι πάντα δίνω την υπόσχεση πως θα γίνω πιό ανθρώπινος. Άλλωστε αυτή η πόλη είμαστε εμείς. Αν οι διαθέσεις μας γίνουν καλύτερες, θα γίνει καί αυτή η πόλη...

Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

Run

Βιαζόμαστε. Πάντα καί παντού. Έτσι μας θέλει η ζωή, βιαστικούς. Να μην προλαβαίνουμε να χαιρόμαστε τίποτα. Όχι εδώ τουλάχιστον. Όχι έτσι. Να μην είμαστε μαζί. Δίπλα. Νοητά πάντα ήμασταν και θα είμαστε. Πάντα το ήξερες καί το ήξερα. Δεν λες τι θέλεις. Πνίγεις τα πάντα μέσα σε αυτή τη βιασύνη. Τρέχουμε για να προλάβουμε μια στιγμή. Ένα δευτερόλεπτο. Μία αγκαλιά. Ένα κοίταγμα. Ένα χαμόγελο. Καί σκέφτομαι. Και ψάχνω. Έναν τρόπο να ξεφύγουμε από αυτά που μας κάνουν να μη χαιρόμαστε. Καί θέλω να σου πω να μην τρέχεις κι ας μην υπάρχει ο χρόνος. Καί λίγες μέρες, λίγες στιγμές φτάνουν γιά να καλύψουν όλα αυτά που χάνονται μέσα στην ταχύτητα και στη βουή της ζωής μας. Καί ελπίζω να αντέχεις σε όλο αυτό το ρυθμό καί να μη φοβάσαι. Καί μόλις θα φύγεις, ήδη έχεις φύγει δύο φορές, δυσκολεύομαι να μέινω όρθιος. Πάντα θα δυσκολεύομαι. Καί όταν λες αυτό το αντίο, σωριάζομαι. Μέσα μου, όχι μπροστά σου. Εκεί πάντα θα χαμογελώ. Και ανοίγω τα φώτα, να σε δω καλύτερα. Πάντα μέσα σε αυτό το νοητό σκοτάδι. Να δω τα μάτια σου. Με τις μυρωδιές καί το άγγιγμα σε έμαθα, σε αγάπησα. Θέλω να σε δω. Τώρα που όλα τρέχουν πιό γρήγορα από ποτέ. Ο χρόνος, τα δάκρυα, το μυαλό. Άντεξε, σε παρακαλώ. Κράτα καί κράτα με. Εγώ εδώ θα είμαι, πάντα. Το ξέρεις κι ας μη θες να το δεχτείς. Γιατί όσο κι αν έτρεχαν όλα γύρω εγώ δε βιάστηκα. Καί σε έμαθα. Και σε ξέρω. Και σε αγαπάω. Κάτι που δε θα το κάνει καλύτερα κανείς. Καί το νιώθεις και εσύ. Μακάρι να είχα λίγες μέρες να έφτιαχνα αυτό το χάος.

Εμπνευσμένο από το τραγούδι Run των Snow Patrol

Τετάρτη 30 Ιουνίου 2010

Λήθαργος

Ζούμε σε εποχές παράξενες, επικίνδυνες. Σε εποχές που η φωνή καί η ζωή δεν έχουν σχεδόν καμία αξία. Κυνικό μα αληθινό. Καί να θες να το καταρρίψεις προλαβαίνει να σε καταρρίψει αυτό. Με μία απόλυση, με έναν θάνατο. Μένεις να κοιτάς αποσβολωμένος τα γεγονότα. Απορείς με το τι είναι αληθινό πλέον σε αυτό το μπουρδέλο που ζούμε. Τι είναι δίκαιο. Τι είναι ανθρώπινο. Κοιτάς γύρω σου τους ανθρώπους να στέκουν σιωπηλοί υπομένοντας αυτή την τιμωρία που τους έχουν επιβάλλει. Δουλεία - σπίτι - δουλειά. Γιά έναν μισθό της πείνας. Την υγειά μας να έχουμε να δουλεύουμε. Αυτό είναι το μότο της εποχής. Δεν υπάρχει καί καμία φωνή να σε ξεσηκώσει, να σε αφυπνίσει. Τα Μέσα έγιναν σκυλάκια των μεγαλοπαραγόντων. Αν είσαι πολύ δημοσιογράφος σε διώχνουν. Άλλους τους σκοτώνουν. Ανάλογα με το ποιόν ενοχλείς καί τι θίγεις. Πλέον όσα λιγότερα ξέρεις τόσο καλύτερα. Καί γιά όσα λιγότερα μιλάς τόσο πιό σωστά. Αποχαυνωμένοι κοιτάμε τις ειδήσεις. Τα στρινγκ στη Μύκονο, μοντέλα - πορνοστάρ, τηλεοπτικά πανηγύρια με live μουσική, τον καιρό στο Star γιά να χαζεύουμε τον κώλο της Πετρούλας καί για να μαθαίνουμε ποιά θα γυρίσει την επόμενη τσόντα. Πολλοί από αυτούς που κοιτάνε σα ζόμπι τους δέκτες, κάποτε πήγαν κόντρα στα τανκς στο Πολυτεχνείο, σε Χούντες. Καί τώρα τους τρέχουν τα σάλια με τα πλάνα από τις παραλίες. Για τη νεολαία δεν ξέρω πόσο μπορώ να είμαι αισιόδοξος. Μυαλό υπάρχει. Αλλά ξοδεύεται σε online games, σε γκόμενες καί γκόμενους, σε ακριβά αμάξια καί ρούχα, στην υιοθέτηση ενός στυλ δήθεν ροκ που τους έχουν πλασάρει. Η ουσία όμως χάνεται. Δεν υπάρχουν πρότυπα πλέον. Καί αν υπάρχουν δεν τα αφήνουν να βγουν στην επιφάνεια. Βολεύονται από τον λήθαργο. Το σκοτάδι όσο πάει καί απλώνεται, στους θεσμούς, στις ζωές μας, στα μυαλά μας...Καί κανείς δεν ανάβει ένα φως. Γιατί αν το ανάψει θα φανεί. Καί τότε κάποιος θα το σβήσει. Μία καί καλή.

Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010

Λίγο καλοκαίρι παραπάνω...

Μ' αρέσει το καλοκαίρι. Όλα δείχνουν αλλιώς, πιό χρωματιστά, πιό ζεστά. Οι άνθρωποι γελάνε, διασκεδάζουν, ερωτεύονται. Θυμούνται τα βασικά συστατικά της καλής ζωής. Αυτά τα απλά που τείνουν να εκλείψουν από τις ζωές μας. Οι πλατείες και τα παγκάκια είναι γεμάτα. Ζευγάρια με μπύρες στο χέρι, γέροι, παιδιά, μετανάστες, σκυλιά, τρελοί, όλοι μαζί σε αυτό το πολύχρωμο πάρτυ. Μουσικές ακούγονται σχεδόν παντού. Ροκ, τσιφτετέλια, μπιτάκια. Ο εναλλακτικός τρόπος ζωής. Ο αυθεντικός. Οι τρείς μήνες του χρόνου που δεν φοβόμαστε να τη βγάλουμε στο τσάμπα, μήπως και μας πουν τσίπιδες. Το καλοκαίρι κάνει το τσάμπα μόδα. Οι παραλίες γεμάτες. Παχύσαρκες κυρίες που κυνηγάνε τα αγγελούδια τους να τους στουμπώσουν το στόμα, υπερβολικά μαυρισμένοι τύποι που παίζουν με τρομακτικη ταχύτητα και δύναμη ρακέτες, γριές με πέδιλα θαλάσσης και σκουφάκι, πιτσιρίκια που ουρλιάζουν διαρκώς, ο ήχος από τα πούλια στο τάβλι, ο φραπές που αντικαταστάθηκε από τον freddo. Η θάλασσα ζεστή, ο ήλιος καυτός. Το αλάτι να τσιτώνει το δέρμα που μαυρίζει. Όλα μοιάζουν διαφορετικά. Νευριάζεις δύσκολα. Δεν αγχώνεσαι εύκολα. Η διάθεση είναι διαρκώς καλή. Γελάς. Λες αστεία ακόμα κι αν είναι κρύα. Με μία βερμούδα πας παντού. Από το περίπτερο μέχρι το μέγαρο. Καί όλα αυτά εξαιτίας του καλοκαιριού. Οι άνθρωποι δεν άλλαξαν, σαφώς. Απλώς το καλοκαίρι τα επιβάλλει όλα αυτά. Θέλοντας και μη. Αυτό είναι που λείπει και τον περισσότερο καιρό από τις ζωές μας. Περισσότερο καλοκαίρι και λιγότεροι καθωσπρεπισμοί.

Κυριακή 20 Ιουνίου 2010

Η έκπτωση του ραδιοφώνου...

Το ραδιοφωνικό κοινό σήμερα είναι, τουλάχιστον, πρόβατα. Το μεγαλύτερο μέρος του κοινού έστω. Ξέρω πως η έκφραση που χρησιμοποιώ είναι βαριά. Αλλά είναι η άποψη μου και δεν είναι υποχρεωμένος κανείς να συμφωνήσει μαζί μου. Το ραδιοφωνικό κοινό γουστάρει να ακούει σταθμούς με playlist καί όχι κανονικό ραδιόφωνο. Αν δεί κανείς τις μετρήσεις ακροαματικότητας θα παρατηρήσει στις πρώτες θέσεις σταθμούς της πλάκας. Άγνωστους. Σταθμούς που παίζουν μόνο μουσική χωρίς καμία φωνή να τη συνοδεύει. Καί οι περισσότεροι ραδιοφωνικοί παραγωγοί (πλην ελάχιστων εξαιρέσεων) είναι ανίκανοι να κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Απλώς πηγαίνουν με τη "γραμμή" του σταθμού. Και γι' αυτή την κατάντια του ραδιοφώνου φταίμε όλοι. Καταρχάς το κοινό που δεν έχει καμία άποψη γι' αυτό που ακούει. Γιατί το ραδιόφωνο δεν είναι μόνο η μουσική. Είναι καί η ιδέα που αντιπροσωπεύει ο κάθε σταθμός. Η ταυτότητα του. Και θα πρέπει το κοινό να προβληματιστεί σοβαρά αν ο σταθμός που ακούει τον εκφράζει πραγματικά. Γιατί τη μουσική μπορείς να την ακούσεις παντού. Η φωνή και η ιδεολογία είναι που διαφοροποιεί τα πράγματα. Οι διευθυντές των ραδιοφωνικών σταθμών έχουν ξεπουληθεί πλήρως ακολουθόντας τυφλά αυτή την εμπορευματοποίηση που γίνεται από τους ιδιοκτήτες των σταθμών οι οποίοι δεν έχουν ιδέα από μουσική. Και έτσι φτάνουμε σε ένα σημείο να γίνονται εκπτώσεις σε ποσότητα αλλά κυρίως σε ποιότητα ραδιοφωνικών παραγωγών. Παραγωγοί που γνωρίζουν το αντικείμενο αφανίζονται ετσιθελικά απο τα ραδιόφωνα και αντικαθιστούνται από ατακαδόρους οι οποίοι υπηρετούν ήσυχα και με συνέπεια το νόμο της playlist. Γι' αυτό όμως μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης έχουμε εμείς οι ακροατές, που ακούμε οτιδήποτε μας πλασάρεται. Το αληθινό ραδιόφωνο τείνει να γίνει είδος προς εξαφάνιση. Οι σημερινές εκπομπές είναι μόνο διαφημίσεις προϊόντων, ηλίθια αστεία, χαζές ειδήσεις και κρύο χιούμορ. Και αν δεν γίνει κάτι σύντομα τότε όλα τα ραδιόφωνα θα γίνουν έτσι. Καί αυτό θα είναι κακό γιά εμάς αλλά κυρίως γιά τα ίδια τα ραδιόφωνα.

Τετάρτη 16 Ιουνίου 2010

Ποδόσφαιρο γιά λίγους

Το ποδόσφαιρο ως άθλημα είναι τόσο διαδεδομένο καί αγαπητό επειδή μπορούν να το παίξουν όλοι καί παντού. Δε χρειάζεται ούτε καν μπάλα για να παιχτεί. Τη θέση της μπορεί να πάρει ένα μπουκάλι, ένα νεράτζι, ένα καπάκι, οτιδήποτε. Η χαρά είναι αυτή πού παραμένει ίδια. Η χαρά του παιχνιδιού. Μία παρέα χρειάζεται καί το παιχνίδι αρχίζει. Αυτό είναι καί ένα από τα θεάματα που μπορούσαν μέχρι πριν λίγο καιρό να το απολάυσουν όλοι οι λαοί, ανεξαιρέτως. Ειδικότερα το μουντιάλ είναι η διοργάνωση που περιμένουν όσοι αγαπάνε τη μπάλα. Για να δούν μεγάλους παίχτες, αγαπημένους παίχτες, τη χώρα τους, να νιώσουν υπερήφανοι αν η ομάδα τους νικήσει. Πλέον όμως καί το ποδόσφαιρο πάει να γίνει προνόμιο των ολίγων. Τουλάχιστον το τηλεοπτικό κομμάτι του. Κάποτε το μουντιάλ μεταδιδόταν σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Το παρακολουθούσαν από μοναχούς στο Θιβέτ μέχρι τους Άγγλους χούλιγκαν καί από τον πλουσιότερο μεγιστάνα μέχρι τον φτωχότερο άνθρωπο του κόσμου. Πλέον η FIFA με τα εξωφρενικά ποσά που ζητάει για τα τηλεοπτικά δικαιώματα το κάνει προνόμιο των λίγων καί αυτό. Κανάλια όπως το RAI καί το ZDF επέλεξαν να μεταδίδουν επιλεγμένους αγώνες ή να μη μεταδώσουν καθόλου ενώ αν θέλει κανείς να παρακολουθήσει όλους τους αγώνες θα πρέπει να κάνει συνδρομή σε κανάλια με το αζημίωτο φυσικά. Αρκετές μεταδόσεις γίνονται από ειδικά στύντιο καί όχι από τη Νότιο Αφρική. Τα περισσότερα ελληνικά κανάλια δεν αγόρασαν το τρίλεπτο σποτ της Εθνικής μας ομάδας με τα στιγμιότυπα του αγώνα με την Κορέα και περιορίστηκαν σε φωτογραφίες. Στην Αλγερία τα κανάλια δε μπόρεσαν να προβάλουν των αγώνα της εθνικής τους ομάδας λόγω των δυσβάσταχτων τηλεοπτικών δικαιωμάτων ενώ η Βόρεια Κορέα έκλεψε τηλεοπτικό σήμα από τον Νότο. Ποδόσφαιρο είναι οι φίλαθλοι. Είτε είναι εντός γηπέδου είτε είναι μπροστά από μία τηλεόραση ή ένα ραδιόφωνο. Οι χορηγοί χάνουν έσοδα με τη μη προβολή αγώνων σε αρκετές χώρες και η FIFA συνεχίζει να ζητά υπέρογκα ποσά. Το ποδόσφαιρο ανήκει σε όλους λοιπόν αρκεί να έχεις μερικά εκατομμύρια ευρώ.

Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

Πλάκα η μία, πλάκα και η άλλη...

Ξέρουμε πως στην Ελλάδα απαγορεύεται να κάνεις πολλά πράγματα. Ή καλύτερα, δε συμφέρει να τα κάνεις. Πλέον δε σε παίρνει ούτε να αρρωστήσεις. Ούτε να έχεις ένα ατύχημα. Είναι τουλάχιστον κωμικό σε μία (υποτίθεται) πολιτισμένη χώρα να μην πληρώνει το κράτος τους προμηθευτές νοσοκομείων και αυτοί με τη σειρά τους να μην εφοδιάζουν τα νοσοκομεία. Αντιλαμβάνομαι τα προβλήματα των προμηθευτών, φυσικά. Το θέμα δυστυχώς είναι πως την πληρώνει και πάλι ο λαός. Γιατί αν πάθει κάτι κάποιος πολιτικός δε θα τον πάνε σε δημόσιο νοσοκομείο, κακά τα ψέματα. Φτάσαμε σε σημείο να μένουν χωρίς φαγητό οι ασθενείς στο Δαφνί επί μία εβδομάδα. Καί αξίζει ένα μεγάλο μπράβο στους γιατρούς που έβαλαν το χέρι στην τσέπη τους και έφεραν φαγητό στο ίδρυμα. Αλλά αυτό προφανώς δε σώζει τίποτα. Εγχειρήσεις ματαιώνονται καθημερινά ακόμα κι αν αυτές είναι επείγουσες. Οι γιατροί δεν παίρνουν (λογικά) την ευθύνη για εγχειρήσεις, το ίδιο κάνουν και οι ασθενείς. Άλλωστε ποιός ρισκάρει τη ζωή του; Πέρα από το κράτος που πέρα από τα λεφτά μας και τα νεύρα μας, πλέον παίζει και με την υγεία μας. Η κυρία Μπιρμπίλη ανακοινώνει πεζοδρομήσεις κεντρικών οδών της Αθήνας από τη στιγμή σε λίγο καιρό που δε θα υπάρχει ούτε τσιρότο στα νοσοκομεία. Και πραγματικά ποιός ενδιαφέρεται για το αν θα πεζοδρομηθούν ή όχι οι δρόμοι. Τόσα χρόνα έτσι ζούμε. Απλώς θέλουν να δώσουν την ψευδαίσθηση στους ηλίθιους πως κάτι αλλάζει στη χώρα αυτή. Στο κράτος που ζούμε θεωρούνται σημαντικότερες οι πλάκες των πεζοδρομίων από τις πλάκες της ακτινογραφίας. Πλάκα η μία θα μου πείς, πλάκα και η άλλη. Το ζήτημα είναι πότε θα σταματήσει η πλάκα που μας κάνουν.

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

Μην μου γαμάτε την καρδιά είμαι παιδί ακόμα


Αναπολώ καμιά φορά τα παιδικά μου χρόνια. Τότε που όλα ήταν ακόμα τόσο αγνά. Τουλάχιστον δεν είχαν εκφυλιστεί στο βαθμό που έχουν εκφυλιστεί σήμερα. Ήταν ωραία τότε. Η γενιά η δική μου. Που πέρασε από το παιδικό στάδιο και δεν έγινε αυτόματα εφηβικό. Το παιδί άλλωστε σα λέξη παραπέμπει σε κάτι αγνό. Θυμάμαι που μαζευόμασταν στη γειτονιά και παίζαμε, όλα τα παιδία μαζί. Δεν ήμασταν ήρεμα παιδιά. Ποτέ δεν υπήρξαμε. Πόσες φορές γυρνούσα σπίτι με χτυπημένα το γόνατα μου και τους αγκώνες μου. Η μάνα μου να φωνάζει. Αλλά μυαλό δεν έβαζα. Αυτό το σκηνικό επαναλαμβανόταν κάθε μέρα σχεδόν. Έξω από το σπίτι πεζόδρομος. Κάθε απόγευμα ο αέρας πλημμύριζε με τις φωνές και τα γέλια μας. Πόσα τζάμια σπάσαμε με τη μπάλα του ποδοσφαίρου. Και μετα τρέχαμε να κρυφτούμε. Ακόμα θυμάμαι πως έτρεμα για να μη μας δουν. Λεφτά δεν υπήρχαν. Αλλά δε μας έλειψε ποτέ τίποτα. Ίσως γιατί είχαμε μάθει να περνάμε καλά με τα λίγα. Ρούχα, ούτε καν λόγος για μάρκες. Κινητά δεν υπήρχαν τότε. Θυμάμαι τον κόσμο και χωρίς κινητά. Και ήταν όλα πιό ανθρώπινα. Τουλάχιστον έτσι τα θυμάμαι. Οι άνθρωποι γνωρίζονταν μεταξύ τους. Υπήρχε μια οικειότητα. Μία μπέσα. Έτσι ήταν οι γονείς μας και το μετέδωσαν (ευτυχώς) και σε μας. Ο πατέρας μου μας φόρτωνε όλους στο αμάξι. Δε χωρούσαμε μα τα καταφέρναμε. Και όλοι μαζί σχολείο. Αγουροξυπνημένοι. Τα ρούχα εννοείται τα φορούσαμε κάτω από το πάπλωμα για να μην κρυώνουμε επειδή ήμασταν από τον ύπνο. Παρασκευόσαββατοκύριακο ήταν κάτι άπιαστο. Ο πατέρας μου πάντα μου έπαιρνε το Μίκυ Μάους. Η μόνη απαίτηση που είχα. Συνήθεια που τη συνεχίζω μέχρι και σήμερα που είμαι 23. Το Σάββατο Disney Club. Λυκούργος και Καρολίνα. Ένα μεγάλο μπωλ με κορν φλέηκς στο κρεβάτι και ξεκινούσε ο μαραθώνιος κινουμένων σχεδίων. Disney Club, Χελωνονιντζάκια, Στρουμφάκια... Σωστή τελετουργία. Ατελείωτες βόλτες με ποδήλατο μετά. Και ξαφνικά μεγαλώσαμε. Και δεν το καταλάβαμε. Άλλωστε όταν περνάς καλά δεν καταλαβαίνεις πόσο γρήγορα περνάει ο χρόνος. Πλεόν έχω γένια, ψήλωσα, άλλαξα... μέσα μου όμως παραμένω παιδί. Και προσπαθώ να το διατηρώ αυτό. Σήμερα ο πεζόδρομος δεν έχει γέλια και φωνές. Πάνε χρόνια. Τα παιδιά ακούνε μουσική από το κινητό μιλώντας για γκόμενες και αμάξια. Και είναι ακόμα 13. Τα κοριτσάκια αντί για 14 δείχνουν 24. Βάψιμο, μεγαλίστικα ρούχα, κινητό, στήσιμο. Οι απαιτήσεις άλλαξαν. Το i-phone αντικατέστησε το κινητό. Τα Starbucks αντικατέστησαν τα κορν φλέηκς. Το σεξ έγινε κάτι απόλυτα φυσιολογικό από μικρή ηλικία. Οι τσόντες κυκλοφορούν πλεόν ελεύθερα. Το τσιγάρο είναι δεδομένο. Πράγματα που εμείς όχι απλά δεν τα συζητούσαμε, αλλά όταν τύχαινε κοκκινίζαμε επειδή ντρεπόμασταν... Τα παιδιά μεγαλώνουν απότομα. Θέλουν να μεγαλώσουν γρήγορα. Γιατί ο κόσμος έχει γίνει πιό απαιτητικός πλέον. Δε σου δίνει τον χρόνο να παραμείνεις παιδί. Η διαφήμιση πλασάρει διαρκώς ψεύτικες ανάγκες. Η μόδα κάνει πλύση εγκεφάλου. Η ουσία χάνεται. Τα παιδιά δεν το καταλαβαίνουν. Χάνουν το πιό όμορφο κομμάτι της ζωής τους χωρίς να το αντιλαμβάνονται... και η ζωή συνεχίζεται...

play - ληστεία

Είναι περίεργο πράγμα το ραδιόφωνο. Όχι σα συσκευή, σαν επάγγελμα. Και αυτοί που εργάζονται σε αυτό είναι άνθρωποι δύο κατηγοριών. Οι βολεμένοι και οι απολυμένοι. Οπότε αυτόματα η κατηγορία είναι μία. Οι βολεμένοι. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ακροατές. Είναι οι ψαγμένοι (που συνήθως δεν ακούνε ραδιόφωνο, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις) και αυτοί που είναι πρόβατα (που ακούνε οτιδήποτε τους πλασάρεις). Τα ραδιόφωνα είναι πλέον μίας κατηγορίας η οποία χωρίζεται σε δύο υποκατηγορίες. Η μία κατηγορία των ραδιοφώνων είναι αυτή των playlist η οποία δυστυχώς δεν αποφεύγεται και δεν καθορίζεται από τον εκάστοτε παραγωγό. Τώρα η κατηγορία playlist χωρίζεται σε καλό playlist καί κακό playlist. Το καλό playlist (όσο καλό μπορεί να είναι) περιέχει καλά κομμάτια τα οποία ανταποκρίνονται στο ύφος του σταθμού (καί όχι η Pink δεν είναι rock). Το κακό playlist απλά σε πρήζει. Άπειρες επαναλήψεις τραγουδιών σε σημείο να παίζεται δύο φορές μέσα σε μία ώρα, κάθε μέρα και σε συγκεκριμένη ώρα. Το ραδιόφωνο κάποιοι το φαντάζονται διαφορετικό. Και θα έπρεπε να είναι έτσι. Η μουσική είναι η ταυτότητα του σταθμού και ο παραγωγός ο εκφραστής του. Η ελευθερία δεν πρέπει να περιορίζεται στη μουσική αλλά και στα λόγια. Δυστυχώς ούτε το ένα συμβαίνει ούτε καί το άλλο. Προσπαθεί πλέον να επιβληθεί και playlist στα λόγια των παραγωγών. Αν δε συμβιβαστείς με αυτό δεν έχεις θέση στο "πιό καθαρό μέσο". Αν το ραδιόφωνο το κάνεις έτσι όπως έπρεπε να είναι το κάνεις γιά λίγο αλλά κερδίζοντας πολλούς φίλους. Αυτό είναι το μόνο κέρδος γιατί ούτε στο οικονομικό σκέλος συμφέρει. Ο κόσμος πλέον κουράστηκε με τα χιτ - κλίσματα, με τις ακατάσχετες παπαριές που ξεστομίζει ο κάθε (ο Θεός να τον κάνει) ραδιοφωνικός παραγωγός. Κουράστηκε με τη συνταγή "ένας έξυπνος παραγωγός και δύο ξανθές ηλίθιες δίπλα του". Έχει ανάγκη από αληθινές φωνές και αληθινές μουσικές. Κατα τραγική ειρωνεία η "αληθινή μουσική" είναι το μότο του Red. Μακάρι να ήταν και οι αληθινές φωνές.


Παρεμπιπτόντως θα συμφωνήσω ξανά με τον Δημήτρη Σούλτα σε ό'τι αφορά τα (τεράστια) κενά στην playlist του Red και στα γενικότερα κενά των ελληνικών ραδιοφώνων.

Κυριακή 13 Ιουνίου 2010

Εις υγείαν


Εργατικά δικαιώματα. Αναρωτιέμαι αν όντως ξέρουμε ποιά είναι αυτά. Κι αν ξέρουμε γιατί δεν τα διεκδικούμε. Θα μου πείς δύσκολοι καιροί για τέτοιες διεκδικήσεις. Προέχει να έχουμε τη δουλειά μας. Για να μπορούμε να (επι)ζούμε. Τώρα αν αδικούμαστε δεν πειράζει. Οχτώ ώρες είναι, θα περάσουν. Έτσι σκέφτονται οι περισσότεροι. Είναι η ελληνική νοοτροπία κατά κύριο λόγο. Η μη διεκδίκηση των στοιχειωδών εργασιακών δικαιωμάτων. Όπως επίσης και ο φόβος του να απαιτήσεις. Βλέπεις είναι καί ένα Δ.Ν.Τ στη μέση, τα έξοδα τρέχουν, έχεις κι αυτά τα δάνεια, φροντιστήρια των παιδιών και τελοσπάντων δόξα τω Θεό που έχω και τη δουλίτσα μου. Εκεί μας έχουν φτάσει δυστυχώς. Να γινόμαστε παιχνίδια στα χέρια των αφεντικών. Οι οποίοι εκμεταλλεύονται τα πάντα χωρίς να φοβούνται τίποτα. Άλλωστε άμα απαιτήσεις ξεκίνα τις διαδικασίες για το Δ.Ν.Τ. Και αυτό το Δ.Ν.Τ, μεγάλος μύθος. Πόσες αυθαιρεσίες γίνονται στο όνομα του. Απολύσεις, κλείσιμο επιχειρήσεων, μη καταβολή αποζημιώσεων, εικονικές χρεοκωπίες. Πράγματα αδιανόητα. Αλλά είπαμε. Η Ελλάδα είναι σε κρίση. Και όλα αυτά είναι μέσα στο παιχνίδι. Θεωρητικά. Είμαστε απαίδευτος λαός. Δυστυχώς. Φοβόμαστε να φωνάξουμε. Να αντισταθούμε. Να διαμαρτυρυθούμε. Φοβόμαστε να ζούμε και προτιμούμε να επιζούμε. Και αυτό δυστυχώς περνάει από γενιά σε γενιά. Το να μη μιλάς, το να βολεύεσαι, το να αγνοείς την αδικία. Και μετά φωνάζουμε πως μας πίνουν το αίμα ενώ δυστυχώς τους το προσφέρουμε μόνοι μας σε κολωνάτο ποτήρι με μία ελιά μέσα. Εις υγείαν.

Παρασκευή 11 Ιουνίου 2010

Κι αν μας κλέψαν τη φωνή...

Δεν είμαι μεγάλος και έμπειρος. Μικρός είμαι, μόλις 23. Παιδάκι. Πάντα ήθελα να μπω σε αυτό το πράγμα που λέγεται δημοσιογραφία. Από τότε που άρχιζα να σκέφτομαι τι θέλω να κάνω όταν μεγαλώσω. Πίστευα πως το να είσαι καλός σε αυτό που κάνεις, να είσαι αντικειμενικός και να έχεις άποψη, ήταν τα κλειδιά που σου άνοιγαν την πόρτα σε αυτό τον χώρο. Παράτησα σχολές και πήγα να γραφτώ σε σχολή δημοσιογραφίας. Αθλητικής κιόλας, γιατί τον αθλητισμό τον αγαπάω. Πέρασα δύο χρόνια σπουδάζοντας σε ιδιωτική σχολή μεγαλοδημοσιογράφου της αθλητικής δημοσιογραφίας. Αυτό πέρα από τα μαθήματα συνεπαγόταν κα ιπρακτική εξάσκηση. Δηλαδή τσάμπα δουλειά. Βέβαια τότε, μπρος στον ενθουσιασμό μου και στην αρχική ματαιοδοξία του να ακούσω το όνομα μου, δεν το καταλάβαινα. Ήμουν χαρούμενος. Είχα άποψη, είχα στυλ, είχα τρόπο γραφής, είχα προσωπικό ύφος. Και η αγάπη μου γι' αυτό που σπούδαζα με έσπρωχνε να κάνω θυσίες σε άλλα πράγματα. Περνώντας ο καιρός άρχισα να παρατηρώ γύρω μου. Πέρα από τον ενθουσιασμό μου και την παιδική μου αφέλεια. Τι γινόταν μέσα στο χώρο που σπούδαζα. Άρχισα να ανακαλύπτω πως τα εφόδια που είχα ίσως και να μην ήταν αρκετά για να εργαστώ κάποτε στον χώρο. Η φράση "ξέρω τον τάδε και θα με χώσει εκεί" ακουγόταν όλο καί πιό συχνά. Και η αλήθεια είναι πως δεν πίστευα ποτέ ότι αυτοί που το έλεγαν θα έκαναν κάτι. Γιατί ήταν παιδιά με σοβαρά προβλήματα ανορθογραφίας. Και γιατί παρέμενα αθεράπευτα ρομαντικός. Κι όμως με τον καιρό αυτοί "χώθηκαν". Άλλοι στον όμιλο του "λατρεμένου" κύριου Αλαφούζου. Άλλοι στον ΔΟΛ. Άλλοι παρέμειναν στο ράδιο που έκανα την πρακτική μου παίρνοντας 100 ευρώ το μήνα ως μισθό. Οι καθηγητές που μας έκαναν μάθημα ήταν ονόματα στον χώρο της αθλητικής δημοσιογραφίας. Οι οποίοι ήταν εκεί απλά και μόνο για τη διαφήμιση της σχολής. Ουσιαστικό μάθημα δε γινόταν, διάφορα κοριτσάκια σαλιάριζαν μαζί τους προκειμένου να καβατζώσουν μία θέση κάπου, κάποτε. Δεν ήταν όλοι έτσι βέβαια. Γνώρισα και ανθρώπους στο χώρο που ήταν ΚΥΡΙΟΙ. Που μας έμαθαν την ουσία του χώρου και όχι το φαίνεσθαι. Εκεί αναρωτήθηκα για πρώτη φορά αν είναι αυτές οι φιλοδοξίες που έχω για τον εαυτό μου. Και πλέον το παιδικό μου όνειρο άρχισε να εξατμίζεται. Άρχισα να προσγειώνομαι στην πραγματικότητα. Εργάστηκα δοκιμαστικά σε όλα σχεδόν τα μέσα. Ραδιόφωνο, site, εφημερίδα και τηλεόραση. Και αυτό που έμαθα είναι πως αν είσαι άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του, έχει αξιοπρέπεια, ήθος και άποψη, καλύτερα γίνε σερβιτόρος. Και δεν είναι πεσιμιστικό αυτό που γράφω. Ρεαλιστικό είναι. Βλέποντας να επιζούν στη δημοσιογραφία κατακάθια του χώρου και να εκδιώχνονται διαμάντια επειδή είναι πολύ δημοσιογράφοι, καταλαβαίνει και ο πιό ανόητος, και ο πιό ονειροπαρμένος πως κι εδώ όλα είναι μία κλίκα. Φωνές όπως του Δημήτρη του Σούλτα θα έπρεπε να μένουν στο ραδιόφωνο για πάντα. Γιατί το αξίζουν. Αλλά δυστυχώς ό'τι αξίζει συνήθως χάνεται στη χώρα που ζούμε. Όμως εγώ, όπως και ο Δημήτρης, έχουμε την ίδια άποψη για το πώς πρέπει να λειτουργεί αυτός ο χώρος. Οι ακροατές το ίδιο. Οι περισσότεροι έστω. Και ελπίζουμε πως κάποια στιγμή αυτοί που αξίζουν να ακουστούν, θα ακουστούν. Χωρίς καμία έκπτωση στα όσα λένε ή πιστεύουν. Γιατί τη φωνή μπορεί να μας την έκλεψαν, αλλά την ελπίδα δε μπορεί να μας την κλέψει κανείς.

Τετάρτη 9 Ιουνίου 2010

Σχετικά με το ραδιόφωνο και έναν φίλο...


Σε κάποιον σταθμό άκουσα μια διαφήμιση και να με προτρέπει να στηρίξω το ραδιόφωνο γιατί είναι το πιό καθαρό ραδιοφωνικό μέσο. Όχι πως ποτέ με έπεισε, απλά σήμερα κατάλαβα πως δυστυχώς δεν υπάρχει καθαρό μέσο και κυρίως μέσο με κάκαλα. Έχω περάσει ευτυχώς για λίγο από τον κλάδο δημοσιογραφία, ραδιόφωνο, τηλεόραση. Και λέω ευτυχώς γιατί κατάλαβα πως όλα είναι στημένα και πουλημένα. Υπάρχει ελευθερία λόγου ως ένα σημείο. Σήμερα έμαθα πως ένας φίλος, κι ας μην τον γνώρισα ποτέ, απολύθηκε από έναν, υποτίθεται, σταθμό με ελευθερία λόγου. Ένας άνθρωπος με πραγματική αίσθηση του χιούμορ, με έναν, υπέροχα, σαρκαστικό και αυτοσαρκαστικό σχολιασμό της επικαιρότητας. Ο Δημήτρης Σούλτας είναι ένας φίλος. Και αυτό το λέω πρώτη φορά για έναν άνθρωπο που άκουγα μέσω ραδιοφώνου. Όπως και να το κάνεις είναι κάπως περίεργο. Ραδιόφωνο άκουγα μόνο την ώρα του Δημήτρη το μεσημέρι και της Ελίζας το πρωί, στο Red. Των δύο "φευγάτων". Μάλλον γι' αυτό και οι δύο αποχωρήσεις με χτύπησαν πολύ. Μεταφορικά μιλώντας πάντα. Ο Δημήτρης πέρα από καλός δημοσιογράφος, είναι καί ένας απόλυτα συνειδητοποιημένος άνθρωπος. Ξέρετε, η δουλειά του δημοσιογράφου είναι περίεργη. Συνήθως σου επιβάλλεται τι πρέπει να λες. Και αν τη δουλειά σου την αγαπάς και αυτό που κάνεις το κάνεις με υπευθυνότητα και με καθαρή συνείδηση, σπάνια επιβραβεύεσαι. Συνήθως σε διώχνουν ή αποχωρείς. Σταθμοί που διώχνουν ανθρώπους όπως τον Δημήτρη είναι άξιοι της μοίρας τους. Και αναφέρομαι πάντα στην εκπομπή που έκανε ο Δημήτρης, τα όσα έλεγε και το ότι ήταν κάτι διαφορετικό από τα τετριμένα του ραδιοφώνου. Γιατί επαναλαμβάνω πως τον Σούλτα τον έμαθα μέσω ραδιοφώνου. Αρχικά με το Σούλτα Φέρτα και έπειτα στον Red. Όσον αφπρά τον σταθμό έχασε σίγουρα έναν πολύ καλό δημοσιογράφο, τον Σούλτα καί έναν ακροατή, εμένα. Καί όπως φαίνεται οι ακροατές θα πολλαπλασιαστούν. Γιατί ναί, καλή η μουσική που παίζει ο Red αλλά η λέξη ραδιόφωνο περιλαμβάνει τη λέξη φωνή μέσα της. Και η φωνή του Σούλτα θα λείψει. Από το ραδιόφωνο ως μέσο γενικότερα. Αν και είμαι σίγουρος πως θα ξανακουστεί σύντομα.


Ανά-Θεμος.

"Αυτοί είναι οι οπαδοί μας και ούτε θέλουμε, ούτε μπορούμε να τους αλλάξουμε! ΕΥΤΥΧΩΣ!". Με αυτόν τον τίτλο αρθογραφεί ο Θέμος Αναστασιάδης το κείμενο του σχετικά με τον τελικό μπάσκετ της Α1. Ναί, αυτόν τον τελικό που μόνο μπάσκετ δεν παίχτηκε επειδή οι γνωστοί ηλίθιοι πετούσαν μέσα στο παρκέ από καρέκλες μέχρι φωτοβολίδες. Αυτόν τον τελικό δεν τελείωσε ποτέ. Αναρωτιέμαι κύριε Θέμο αν έχετε επίγνωση των όσων γράφετε. Και το πόσο προκαλείτε με αυτά. Ευτυχώς οι περισσότεροι είναι φίλαθλοι. Και ευτυχώς έχουν σταματήσει από καιρό να πηγαίνουν στο γήπεδο εξαιτίας των οπαδών σας που δεν θέλετε να αλλάξετε. Και ευτυχώς έχουν μάτια και βλέπουν. Πως πέρα από τα διαιτητικά λάθη τον αγώνα τον έχασε καθαρά αγωνιστικά ο Ολυμπιακός. Το θέμα μου όμως δεν είναι το παιχνίδι. Δεν ξέρω αν ο δημοσιογράφος που γράφει σε αθλητική εφημερίδα καταλαβαίνει πόσο προκαλεί με όσα γράφει. Και δεν είναι μόνο ο Θέμος. Είναι και άλλοι πολλοί ίδιοι με αυτόν. Ο οργανωμένος οπαδός πάει στο γήπεδο και μαχαιρώνει ή σπάει ή κλέβει ή δέρνει και μετά εσείς τον επιβραβεύετε αντί να τον κράξετε. Και μιλάτε για τον "υπέροχο" κόσμο της ομάδας. Καί όταν τιμωρούν τον φίλαθλο ή την ομάδα σας μιλάτε για στημένα και αδικίες. Ποτέ δεν αποδέχεστε πως κι εσείς βάζετε την σπίθα για να φουντώσει η πυρκαγιά. Που πάντα φροντίζετε να διατηρείτε στα εξώφυλλα σας τον αθλητισμό του καφενείου. Καί τα γήπεδα αδειάζουν. Οι διοικήσεις κι αυτές στην ίδια μοίρα με τις οπαδικές εφημερίδες προσπαθούν να τα έχουν καλά με τα κατακάθια. Γιατί δεν είναι άνθρωποι, κατακάθια είναι. Νομίζετε πως ο κόσμος παραμυθιάζεται ακόμα με τον παιχταρά που θα φέρετε και πως θα έρθει στο γήπεδο. Αλλά δε θα έρθει. Γιατί φοβάται. Γιατί ανά πάσα στιγμή μπορεί να χτυπήσει. Για οικογένειες και παιδάκια δεν κάνω λόγο. Αυτά είναι για την Αγγλία και τις άλλες προηγμένες χώρες. Όχι για εμάς. Εμείς είμαστε μία τριτοκοσμική χώρα με έναν τριτοκοσμικό αθλητισμό. Με 10 οπαδικές εφημερίδες που μονίμως τσιτώνουν τους ανεγκέφαλους, με άδεια, ο θεός να τα κάνει, γήπεδα, με στημένα παιχνίδια, με παράγοντες λαμόγια, με τους χούλιγκαν να κυκλοφορούν ελεύθερους και να αλωνίζουν, με την Αστυνομία να ρίχνει τις ευθύνες στις ομάδες και ανάποδα. Συλλαλητήρια για να μην υποβιβαστούν ομάδες που χρωστάνε εκατομμύρια ευρώ. Μεγαλοπαράγοντες καταδικασμένους σε φυλάκιση οι οποίοι διοικούν ανενόχλητα. Μπράβους να δέρνουν αθλητές. Με το να θεωρούμε λογικό να σκοτωθεί κάποιος στο γήπεδο. Αυτό είναι ο ελληνικός αθλητισμός. Και αυτά τα γράφει ένας άνθρωπος που τελείωσε την αθλητική δημοσιογραφία και μετά την τελείωσε. Οριστικά.

Παρασκευή 4 Ιουνίου 2010

Πεθαίνοντας γιά μιά ελπίδα...


Η ανθρωπιά είναι κάτι που δυστυχώς σήμερα σπανίζει. Οι άνθρωποι που την έχουν ακόμα είναι υπεράνθρωποι. Και (ευτυχώς) είναι αρκετοί. Ο ακτιβισμός από την άλλη είναι από μόνο του κάτι υπεράνθρωπο. Άνθρωποι που πάνε κόντρα σε κάθετι παράνομο με όνειρο να αλλάξουν τον κόσμο. Είναι οι άνθρωποι που παλεύουν να σώσουν ό'τι έχει απομείνει την ώρα που οι περισσότεροι από εμάς κάνουν ακτιβισμό από τον καναπέ. Δε το κατακρίνω, αλίμονο. Είναι άλλωστε πολύ δύσκολο και πρέπει να είσαι πολύ δυνατός για να το κάνεις.

«Βρίσκομαι εδώ για τα άλλα παιδιά. Βρίσκομαι εδώ γιατί νοιάζομαι. Βρίσκομαι εδώ γιατί τα παιδιά στον κόσμο υποφέρουν και γιατί 40.000 άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα κάθε ημέρα. [...] Το όνειρό μου είναι να σταματήσει η πείνα στον κόσμο ως το έτος 2000»: Ενα κατάξανθο κοριτσάκι, μαθήτρια της 5ης Δημοτικού, έγραφε έκθεση ιδεών. Οσο μπόι τής έλειπε, τόση πυγμή είχε για να διαβάσει δυνατά τις κοινωνικές ανησυχίες της, την ώρα που οι συμμαθήτριές της ζωγράφιζαν λουλουδάκια στο λευκό περιθώριο του τετραδίου. Η Αμερικανοεβραία Ρέιτσελ Κόρι γεννήθηκε στις 10 Απριλίου 1979 στην Ολύμπια της Ουάσιγκτον των ΗΠΑ και πέθανε στις 16 Μαρτίου 2003, σε ηλικία 23 χρόνων, στη Λωρίδα της Γάζας. Για την ακρίβεια, καταπλακώθηκε από μια μπουλντόζα Caterpillar D9 των ισραηλινών δυνάμεων άμυνας στην προσπάθειά της να αποτρέψει την κατεδάφιση σπιτιών Παλαιστινίων σε κατοικήσιμη περιοχή της Ράφα, την οποία είχαν ορίσει ως ζώνη ασφαλείας. Τρία χρόνια μετά την προθεσμία που είχε η ίδια ορίσει για να αλλάξει ο κόσμος στη σχολική της έκθεση, η Ρέιτσελ βρέθηκε στην καρδιά των πιο τραγικών γεγονότων. Και έτσι απλά η καρδιά της σταμάτησε να χτυπάει. Τρεις ακτιβιστές που παρακολουθούσαν από μακριά την άνιση αναμέτρησή της με την μπουλντόζα έτρεξαν και άρχισαν να της δίνουν τις πρώτες βοήθειες. Είπε μόνο: «Η πλάτη μου έσπασε!». Τίποτε άλλο...

Διαβάζοντας όσα έγραφε από μικρή η Ρέιτσελ Κόρι, καταλαβαίνει κανείς ότι ήταν ένα πλάσμα που λάτρευε τη ζωή. Λίγες ημέρες προτού πεθάνει, το ημερολόγιό της πλημμύριζε από αισιοδοξία, έλεγε ότι οι ακτιβιστές νικούν, ότι αποτρέπουν τις μπουλντόζες. Τη μοιραία ημέρα όμως φαίνεται ότι οι οδηγοί πήραν εντολή να σταματήσουν τα «αμερικανάκια». Αυτόπτες μάρτυρες είπαν ότι η Ρέιτσελ βρισκόταν στο οπτικό πεδίο του οδηγού, καθώς σκαρφάλωσε σε έναν μεγάλο σωρό από μπάζα. Ο οδηγός ισχυρίστηκε ότι δεν την είδε και ότι δεν είχε πρόθεση να κατεδαφιστεί κανένα σπίτι. Το κορίτσι ήταν συνεπές στα «πιστεύω» του ως την ύστατη στιγμή. Επέλεξε να θυσιαστεί για τα «πιστεύω» της. Τρελή ή ηρωίδα; Ηρωίδα που ήταν αρκετά τρελή για να πιστέψει ότι ο κόσμος μπορεί να αλλάξει.

Η Ρέιτσελ Κόρι είναι ένα πρότυπο ανθρώπου για εμένα. Και όσο υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι δεν απογοητεύομαι. Το ίδιο και οι ακτιβιστές που εκτελέστηκαν από τους Ισραηλινούς στρατιώτες.

Ibrahim Bilgen, 61 ετών, πατέρας έξι παιδιών, ηλεκτρολόγος μηχανικός από το Siirt.

Ali Haydar Bengi, 39 ετών, πατέρας τεσσάρων παιδιών, απόφοιτος του τμήματος Αραβικής λογοτεχνίας του πανεπιστημίου Al-Azhar του Καϊρου.

Cevdet Kiliçlar, 38 ετών, πατέρας δύο παιδιών, δημοσιογράφος που συμμετείχε σε πολλές ανθρωπιστικές αποστολές (Αφρική κ.τ.λ.)

Çetin Topçuoglu, 54 ετών, πατέρας ενός παιδιού, πρωταθλητής του taekwondo και προπονητής της εθνικής ομάδας taekwondo της Τουρκίας.

Necdet Yildirim, 32 ετών, πατέρας ενός παιδιού, εργαζόμενος σε ανθρωπιστικά προγράμματα.
Fahri Yaldiz, 43 ετών, πατέρας τεσσάρων παιδιών, πυροσβέστης.

Cengiz Songür, 47 ετών, πατέρας επτά παιδιών, δημοτικός υπάλληλος.

Cengiz Akyüz, 41 ετών, πατέρας τριών παιδιών, εργαζόμενος σε ανθρωπιστικά προγράμματα.

Furkan Dogan, 19 ετών, φοιτητής ιατρικής (διπλής υπηκοότητας, Αμερικανός και Τούρκος, γιατί γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη).


Άνθρωποι καθημερινοί, ο Ibrahim, o Ali, o Cevdet, o Cetin, o Necdet, o Fahri, o Cengiz, o Cengiz, o Furkan καί φυσικά η Κόρι. Υπεράνθρωποι από τους λίγους.


Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010

Δυοκρατία


Η Ελλάδα είναι μιά χώρα μαγική. Η χώρα των θαυμάτων. Η χώρα που άλλοι τρώνε και πίνουνε και άλλοι πληρώνουν τη λυπητερή. Μία χώρα που έμαθε, απο δημιουργίας της, να βάζει τις βρωμιές κάτω από το χαλί. Από τον πρωθυπουργό μέχρι τον τελευταίο πολίτη. Είναι θέμα νοοτροπίας άλλωστε, έτσι μεγαλώσαμε. Να θεωρούμε τα σκάνδαλα και τις απατεωνιές μέρος της καθημερινότητας μας. Στην αρχή φωνάζαμε αλλά μετά ερχόταν η Παρασκευή και έπρεπε να βγούμε. Αυτή ήταν η καθημερινότητα του Έλληνα. Βγαίνουμε, τρώμε, χαλάμε πολλά λεφτά, ζούμε καλά και έχει ο θεός. Ο θεός έχει, η Ελλάδα δεν έχει. Ποτέ δεν είχε. Προσπαθούσαμε να ακολουθήσουμε τον καπιταλιστικό τρόπο ζωής, τον Δυτικό. Αυτόν που χαλάς όσα έχεις χωρίς να τα έχεις. Μου αρέσει η Ελλάδα. Έχει πλάκα. Πρώην αριστεροί του Πολυτεχνείου γίνονται σοσιαλιστές. Αριστερές ιδεολογίες, δεξιές τσέπες. Μου αρέσουν επίσης όλοι αυτοί οι "καθημερινοί πολίτες" που φωνάζουν για την ανέχεια και την οικονομική κρίση και τα σκάνδαλα. Είναι οι ίδιοι "καθημερινοί πολίτες" που ψήφιζαν τους δύο μεγάλους προκειμένου να τους γίνει η εξυπηρέτηση. Εξυπηρετούνταν οι μεν, εξυπηρετούνταν και οι δε. Οι δε βέβαια πολύ παραπάνω, αλλά δεν πειράζει. Αφού έγινε η εξυπηρέτηση μας ας πάει στα κομμάτια. Και πήγε. Μία και καλή. Μου αρέσουν οι δημόσιοι υπάλληλοι. Οι καθαρίστριες που παίρνουν 8000 ευρώ τον χρόνο, οι κηπουροί σε δημόσια νοσοκομεία που δεν έχουν κήπους, οι εφοριακοί που δεν κάνουν φορολογικές δηλώσεις. Πιό πολύ όμως μου αρέσει η ατάκα του μέσου Έλληνα..."Αφού μπόρεσαν, μαγκιά τους". Τώρα βέβαια που ήρθε το ΔΝΤ, εσύ θα πληρώσεις τη μαγκιά τους. Λατρεύω και τους δημοσιογράφους. Που φέρνουν με το παραμικρό το τέλος του κόσμου. Ακόμα απορώ πως δεν έχει αυξηθεί το ποσοστό αυτοκτονιών με όσα λένε. Λατρεύω και την Αστυνομία την Ελληνική. Που πραγματικά είναι εκεί όποτε τους χρειαζόμαστε. Άρτια εκπαιδευμένοι, με υπέροχο λέγειν, καθόλου προκλητικοί και πολύ ταπεινοί. Είναι ο ορισμός του "protect and serve" πού λένε και οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι. Μου αρέσει που τώρα με το ΔΝΤ ξεπουλάμε τα πάντα με πρόφαση την οικονομική κρίση. Και πιό πολύ μου αρέσει που το πιστεύουμε. Είμαστε θετικοί σε αυτό. Μου αρέσει που ξέρουμε ποιοί τα έφαγαν και τους αφήνουμε ελεύθερους να χωνέψουν. Γιατί δεν πάμε να τους χτυπήσουμε και στην πλάτη; Α ρε Έλληνα. Της καλοπέρασης μια ζωή, της υπερκατανάλωσης, της λαμογιάς, του βολέματος. Και δεν είμαστε όλοι έτσι. Σε καμιά περίπτωση. Μακάρι να μην ήταν κανείς. Αλλά τέτοια θαύματα δε συμβαίνουν σε αυτή τη χώρα των θαυμάτων που βασιλεύει η Δυοκρατία. Τα θαύματα τελείωσαν.