Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

Πεθαίνοντας γιά να ζήσεις...

Τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα. Δε μπορούσαμε να κοιμηθούμε τα βράδια. Η σειρήνα φώναζε συνεχώς. Οι βόμβες έπεφταν παντού. Χάος. Την κοιτούσα να έχει αγκαλιά τη μικρή που έκλαιγε. Είχε φοβηθεί. Καί αυτή καί το παιδί. Έκλαιγαν καί οι δύο. Η μία φωναχτά, η άλλη βουβά. Τις κοιτούσα. Πλέον άκουγα μόνο το κλάμα τους. Οι βόμβες δεν ακούγονταν στα αυτιά μου. Θα τα δώσω τα λεφτά να φύγουμε. Δε μπορούμε να ζούμε συνέχεια με το θάνατο πάνω από τα κεφάλια μας. Αποκοιμήθηκα με τη σκέψη, χωμένος κάτω από το τραπέζι. Την κοίταξα, κοιμόταν αγκαλιά με τη μικρή. Παντού μύριζε καμμένο. Δε με ενόχλησε. Έβρεξα το πρόσωπο μου καί πήγα καί να ρωτήσω τον Αχμέτ. Ο ξάδερφος του, ο Καρίμ, ήταν Ελλάδα. Είχαν να μιλήσουν καιρό βέβαια. Παλιά τον έπαιρνε συχνά, τώρα πήγαιναν δύο μήνες που είχαν να τα πούνε. "Δουλεύει καί δεν προλαβαίνει", έλεγε ο Αχμέτ. "Τώρα με τους Ολυμπιακούς υπάρχει δουλειά γιά όλους στην Ελλάδα". Τα κανόνισα όλα για να φύγουμε. Η βάρκα μας περίμενε δύο βράδια μετά. Την κρατούσα από το χέρι, κοίταξα το παιδί, αν ήταν καλά ντυμένο. Είχαμε μία βδομάδα ταξίδι. Ίσα που χωρέσαμε. Ευτυχώς δεν είχε θάλασσα. Προς το παρόν έστω. Κοιτούσα τα φώτα να απομακρύνονται. Πονούσα πολύ, γιατί την αγαπάω την πατρίδα μου. Αλλά αγαπάω παραπάνω την οικογένεια μου. Θυμάμαι όταν γέννησε τη μικρή. Πόση χαρά Θεέ μου. Θα έκανα τα πάντα γι' αυτές. Θα σκότωνα. Οι μέρες περνούσαν. Πολλοί δεν άντεξαν από τη δίψα καί την πείνα. Πέθαιναν. Είχα να πιώ νερό 2 μέρες για να πίνει η μικρή. Πετούσαν τα πτώματα στη θάλασσα. "να είμαστε πιό άνετα έλεγαν, να ελαφρύνει η βάρκα λίγο". Ακόμα δε μπορώ να ξεχάσω τον ήχο όταν έπεφταν στο νερό. Κάθε μέρα ήμουν χειρότερα. Αν δεν είχα αυτές δε θα άντεχα. Αυτές με κράτησαν καί φτάσαμε. Σε μία έρημη παραλία στη Μυτιλήνη. Τις πήρα από το χέρι. Ένιωθα πολύ αδύναμος. Βγήκαμε σε μία πόλη μετά από πολύ περπάτημα. Ερημιά. Βρήκα ένα συντριβάνι καί ήπια νερό. Είχε χάλια γεύση αλλά ξεδιψούσε. Κοιμηθήκαμε σε ένα παγκάκι. Το πρωί μας ξύπνησε ένας γέρος. Φάνηκε καλός. Μας πήρε καί μας πήγε στο καφενείο του χωριού. Κέρασε ό'τι ήπιαμε καί φάγαμε. Με ρώτησε αν θέλω δουλειά. Είχε κάτι χωράφια. Ήθελε εργάτες. Δέχτηκα χωρίς δεύτερη σκέψη. Ήταν πολύ δύσκολα. 12 ώρες δουλειά μέσα στο λιοπύρι. Ακόμα δεν είχα πληρωθεί, πάει ένας μήνας που δουλεύω. Δεν είπα τίποτα. Μας είχε καί μέναμε σε ένα δώμα. Στριμωχτά, αλλά είχαμε μία σκεπή πάνω από το κεφάλι μας καί ένα πιάτο φαΐ. Την επόμενη μέρα μου έδωσε εκατό ευρώ καί μου είπε να φύγω. Θα φώναζε την αστυνομία έλεγε. Με έκλεψε ο καριόλης. Δεν ήξερα καί καλά ελληνικά. Μόνο το "μαλάκα¨. Αυτό του έλεγα καθώς τις πήρα από το χέρι καί φύγαμε. Έβγαλα τρία εισιτήρια. Πειραιάς. Θα πήγαινα να βρώ δουλειά εκεί. Υπήρχαν καί οι Ολυμπιακοί. Θα ζητούσα κι από τον Καρίμ να με βοηθήσει. Έκανα δουλειές του ποδαριού. Προσπαθούσα να γνωρίσω πατριώτες. Άρχισα να μαθαίνω πως δουλεύουν τα πράγματα εδώ. Πολύ δουλειά, καθόλου λόγια. Έτσι πορεύτηκα. Βρήκα δουλειά σε ένα γήπεδο που φτιαχνόταν στο Φάληρο. Χρειάζονταν ένα εργάτη. Κι εγώ χρειάστηκα τα λεφτά. Δεν ήταν πολλά, αλλά τα χρειαζόμουν. Γιά εκείνες. Δύο μέρες ήταν που είχα ξεκινήσει. Είχαμε διάλλειμα καί έτρωγα με τον Αρμάν. Αυτός δούλευε κάνα χρόνο εκεί. Είχε γίνει ένα ατύχημα είπε, σκοτώθηκε ένας εργάτης. Ο Καρίμ. Πάγωσα. Αλλά δεν μίλησα... Τα χρόνια πέρνούσαν, οι ολυμπιακοί έγιναν, εγώ δούλευα σε οικοδομές, μία από δω, μία από 'κει. Μέναμε σε ένα υπόγειο στην Αλεξάνδρας. Η μικρή πήγαινε σχολείο. Είχαμε χαρτιά. Έδωσα πολλά λεφτά γιά να τα βγάλουμε, αλλά πιά δε φοβόμασταν. Εκείνη δούλευε σε σπίτια, καθάριζε. Δεν είχα παράπονο, η μικρή είχε βρεί παρέες, βγάζαμε λίγα λεφτά, αλλά είμαστε όλοι μαζί. Δεν υπάρχουν βόμβες. Μας κυνήγησαν κάνα δυό φορές κάτι καραφλοί με μπότες. Τη μία φορά με χτύπησαν, μπήκα μπροστά γιά να προστατέψω τη μικρή. Ευτυχώς δεν ήταν κάτι σοβαρό. Γενικά δεν είχα παράπονο. Πριν λίγους μήνες ακούσαμε κάτι για κρίση. Δεν έδωσα σημασία. "Η Ελλάδα έχει λεφτά" έλεγα, "το είπε καί αυτός με το μουστάκι από τους πράσινους". Δε μπορεί να έλεγε ψέμματα. Οι δουλειές άρχισαν να λιγοστεύουν. Δεν έβρισκα τόσο εύκολα πιά. Ευτυχώς εκείνη δεν είχε πρόβλημα. Την ήθελαν ακόμα. Καθάριζε καλά. Το είχε αυτό, ήταν πάντα τακτική. Τα λεφτά δεν έφταναν όμως. Εγώ είχα να δουλέψω τρείς μήνες. Χρωστούσα το νοίκι πέντε μηνών, ρεύμα δεν είχαμε, ήταν κομμένο. Μία μέρα που δίαβαζα τη μικρή, γύρισε σπίτι εκείνη, με δάκρυα στα μάτια. Την έδιωξαν. Δε τη χρειάζονταν άλλο. Την παρηγόρησα. Ήμουν αισιόδοξος. Πάντα ήμουν. Οι μήνες περνούσαν, δουλειά δεν είχαμε. Ζούσαμε με δανεικά, με συσσίτια, φύγαμε από το σπίτι, πήγαμε σε ένα δυάρι, μαζί με άλλους τρείς πατριώτες. Μας ερχόταν πιό φτηνά. Έκανα ό'τι δουλειά έβρισκα. Ξεφόρτωνα νταλίκες, έπλενα αυτοκίνητα. Μάζεψα λίγα λεφτά. Το είχα καταλάβει πιά. Δε μας σήκωνε άλλο η Ελλάδα. Τα χαρτιά δεν τα είχα ανανεώσει. Πήρα τα λεφτά καί πήγα να βρώ τον Πέτρο. Μου είχαν πει πως θα με κανόνιζε. Του έδωσα τα λεφτά στο χέρι. Μου είπε πως θα κανόνιζε σε δύο μέρες να με έστελνε Ιταλία. Πήγαμε σε κάτι αποθήκες στον Βοτανικό. Μας περίμενε ένα φορτηγό. Μας έβαλαν μέσα στην καρότσα, εμείς οι τρείς καί άλλοι επτά. Απο μπροστά έβαλαν κούτες με φυτοφάρμακα. Δε φαινόμασταν. Μύριζε πολύ άσχημα. Το φορτηγό άρχισε να κουνιέται. Προχωρούσαμε...Μπήκαμε στο καράβι γιά Ιταλία. Έκανε πολύ ζέστη στο γκαράζ. Στην καρότσα τα πράγματα ήταν χειρότερα. Μύριζε πετρέλαιο καί φυτοφάρμακο. Τις κοιτούσα, δεν έδειχναν καλά. Κανείς μας δεν έδειχνε καλά. Μας πήρε ο ύπνος. Ένιωθα πολύ αδύναμος. Ξύπνησα γιά λίγο καί τις κοίταξα. Ήταν χλωμές καί οι δύο. Από την κούραση θα ήταν σκέφτηκα. Δεν είχαν κουνηθεί καθόλου. Προσπάθησα να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά αλλά δε μπορούσα. Ένιωθα αδύναμος. Τις κοιτούσα. Μου φαίνονταν πιό χλωμές. Μπορεί καί να έκανα λάθος...Ίσως να έφταιγε καί το φως που έβλεπα καθώς έκλεινα τα μάτια μου...Σας αγαπάω, καληνύχτα...

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Face life and not Facebook.

Είμαστε μία τυχερή γενιά. Η δικιά μου καί όλες οι προηγούμενες. Μεγαλώσαμε κανονικά, σαν παιδιά, μπήκαμε στην εφηβεία, αγαπήσαμε, κλάψαμε, κάναμε σεξ, είδαμε τσόντες, καπνίσαμε στη ζούλα, κάναμε κοπάνες, πήγαμε σε πορείες. Ζήσαμε τις ηλικίες μας. Καί είναι μιά βαριά κληρονομιά. Να ζεις αληθινά. Είχαμε τις δυσκολίες μας. Δεν είπε κανείς πως μεγαλώσαμε άνετα, αλλά στην πραγματικότητα δεν μας έλειψε κάτι ουσιαστικό. Δεν είχαμε καί πλασματικές ανάγκες όμως. Η τηλεόραση δεν είχε εισβάλλει τόσο στον τρόπο ζωής μας καί το ίντερνετ δεν υπήρχε. Χωρίς να το θέλω κάνω συγκρίσεις. Αυθόρμητα. Αν καί δεν πρέπει, Η εποχές αλλάζουν, λένε. Η ουσία πλέον είναι το αν καί το κατά πόσο γίνεται για καλό. Η σημερινή γενιά που είναι; δεν βλέπω παιδιά να παίζουν μπάλα στους δρόμους. Που είναι τα παιδιά; εδώ είναι τα παιδιά. Στο ίντερνετ, στο facebook, στο Twitter, στα net καφέ. Εκεί μεγαλώνουν. Μέσα από το ίντερνετ. Είναι πολύ πιό ασφαλές. Δεν είναι όμως αληθινό. Κάνεις like, friend request, σχόλια. Καί παραμυθιάζεσαι πως φλερτάρεις. Δεν φλερτάρεις. Φυτοζωείς. Αλλά δεν το καταλαβαίνεις. Σου φαίνεται νορμάλ. Γιατί αυτό κάνουν όλα τα παιδιά της ηλικίας σου. Όπου καί να πας, ό'τι καί να κάνεις, το λες στο facebook. "πάω γιά ποτό", "είμαι γιά μπάνιο", "πάω Σαντορίνη"...status συνοδευόμενα από ανάλογες φωτογραφίες. Καί στην πραγματικότητα ποιόν τον νοιάζει πραγματικά τι κάνεις. Κανέναν. Φιλίες δεν υπάρχουν. Απλά επαφές. Νιώθεις όμως την ανάγκη να δείχνεις ωραίος. Φωτογραφίες επί φωτογραφιών που δείχνουν τι κάνεις ανά πάσα στιγμή. Να τρως, να κάνεις μπάνιο, να οδηγάς, να κανεις σεξ, να κατουράς. Τίποτα δε σοκάρει. Οι κοπέλες φωτογραφίζονται με όσο το δυνατόν λιγότερα ρούχα, με σουφρωμένα χείλη καί με βλέμμα όλο υποσχέσεις. Διαδικτυακές υποσχέσεις. Καί τα σχόλια πληθαίνουν. Αυτές νιώθουν όμορφα. Νιώθουν ποθητές καί σημαντικές. Διαδικτυακά. Μάλλον γιατί η πραγματική τους ζωή είναι πλήρως αδιάφορη. Μάλλον γιατί στην πραγματικότητα δεν έχουν σχέση με αυτό που πλασάρουν. Αλλωστέ αυτή είναι η μαγεία του facebook. Μπορείς να το παίξεις ό'τι θες. Δε θα το μάθει κανείς. Με προσοχή όμως. Γιατί από μηδενικό μπορεί να γίνεις νούμερο...

Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

Άσε τη δημοκρατία να πούμε για τον Γαύρο

Ακούω συνέχεια να μιλάνε γιά αυτή την ελευθερία. Ελευθερία λόγου, σκέψης, κινήσεων. Καί η μόνη ελευθερία που πραγματικά υπάρχει είναι η Αρβανιτάκη. Θα μου πείς "Έπρεπε να ζεις στη Χούντα γιά να καταλάβεις πόσο τυχεροί είστε". Που είναι αυτή η τύχη αγαπητέ μου; Καί γιατί ήσουν πιό άτυχος που έζησες στη Χούντα; Μήπως παραμυθιάζεσαι πως τώρα υπάρχει δημοκρατία; γιατί εγώ δεν το πιστεύω. Που είναι αυτή η δημοκρατία; Θα σου πώ εγώ που είναι. Στα βιβλία κοινωνικής καί πολιτικής αγωγής των σχολείων. Καί εκεί μένει. Δε μπορώ να πιστέψω πως υπάρχει δημοκρατία όταν μου ζητούν να βάλω πλάτη γιά τα χρέη της Ελλαδίτσας μας. Δεν τα έφαγα εγώ τα λεφτά για να πληρώσω. Ούτε ποτέ ζήτησα να μπει το ευρώ στη χώρα. Αλλά υπάρχει δημοκρατία. Όταν τα μαλακισμένα τα καραφλά βαράνε μετανάστες, αλλόθρησκους, προσπαθώντας να τους την επιβάλλουν με τη βία. Υπάρχει δημοκρατία όταν μου σπάνε το μαγαζί που έχω βγάλει τον καρκίνο για να το φτιάξω. Υπάρχει δημοκρατία όταν οι αστυνομικοί σκοτώνουν πολίτες καί αυτόματα αθωόνονται. Υπάρχει δημοκρατία όταν πάω σε πορεία καί καίγονται άνθρωποι. Υπάρχει δημοκρατία όταν σκοτώνουν αστυνομικούς καί δεν ακούγεται πουθενά. Όταν σκοτώνουν δημοσιογράφους. Όταν υπάρχει μία δήθεν τρομοκρατική οργάνωση που εξυπηρετεί συμφέροντα. Υπάρχει δημοκρατία αν δεν πάω στρατό καί κυνηγηθώ. Υπάρχει δημοκρατία αδερφέ μου όταν είναι ελεύθεροι (καί όχι πολιορκημένοι) όσοι έφαγαν τα λεφτά καί τώρα γελάνε με μένα τον μαλάκα που τα πληρώνω. Υπάρχει δημοκρατία όταν μου καίνε το αυτοκίνητο. Όταν μου κόβουν τα όνειρα. Όταν σαν κράτος είμαστε η γκομενίτσα του κάθε Κόκκαλη, Βαρδινογιάννη, Λάτση, Βγενόπουλου. Δεν υπάρχει δημοκρατία μαν. Ποτέ δεν υπήρξε. Ούτε ελευθερία υπάρχει. Οπότε μίλα μου όσο θες γιά Χούντες, δεν ιδρώνει το αυτί μου. Εσύ την πέρασες γιά επτά χρόνια, εγώ τη βιώνω ήδη 23. Οπότε έλα να σε κεράσω μία μπύρα να πούμε γιά τις μεταγραφές του Γαύρου να ξεχαστούμε...

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

Το εύκολο θύμα

Το είχα καύλα από μικρός. Δημοσιογραφία. Ούτε που θυμάμαι πως μου έκατσε. Θυμάμαι πως τη δημοσιογραφία τη σκεφτόμουν ως κάτι καλό. Γράφεις την αλήθεια στον κόσμο. Ήμουν μικρός, ρομαντικός. Τα χρόνια του σχολείου περνούσαν, η σκέψη μου ωρίμαζε, η επιθυμία παρέμενε ίδια. Δημοσιογραφία. Τα μόρια δεν τα έπιανα γιά να περάσω, το ήξερα. Όχι γιατί δε μπορούσα, απλά δε διάβαζα αρκετά για να λέω πως μπορώ. Τεχνολογία Τροφίμων. Το απέρριψα χωρίς δεύτερη σκέψη. Ο πατέρας μου άρχισε να βρυχάται. Η μάνα μου το είδε πιό δεκτικά το πράγμα. Τελικώς πέρασε το δικό μου. Ξεκίνησα να σπουδάζω αθλητική , τελικώς, δημοσιογραφία, σε μία περίοδο που φόβισε πολλούς στον χώρο. Δολοφονική επίθεση εναντίον του Συρίγου, μετά από λίγο καίρο αντίστοιχη επίθεση εναντίον του Περικλή Στέλλα. Η μάνα μου έτρεμε. Ξέρω πως μέσα της είχε μετανιώσει. Άλλά δε μίλησε. Δε με αποθάρρυναν όλα αυτά. Η δημοσιογραφία είναι μία τρέλα άλλωστε. Λεφτά δεν έχει, δόξα δεν έχει, κινδύνους έχει. Αλλά κανείς δε μπορεί να καταλάβει την τρέλα μας. Είναι μικρόβιο αυτό. Το αθλητικό δεν το κυνήγησα ποτέ. Ίσως γιατί ήταν πολύ βρώμικο γιά εμένα. Ποτέ δεν ξεπουλήθηκα γιά το όνειρο μου. Δεν έκανα εκπτώσεις. Πράγμα πολύ δύσκολο σε έναν χώρο που επιβιώνουν οι γλύφτες, οι μεγαλοδημοσιογράφοι, οι ζήτουλες, οι ξεπουλημένοι καί οι άσχετοι. Πλέον η δημοσιογραφία πεθαίνει. Αυτοί που άξιζαν να είναι στο χώρο είναι εκτός αυτού. Είτε επειδή το επέλεξαν, είτε γιατί τους ανάγκασαν να το κάνουν. Σήμερα σκότωσαν ένα παιδί. Δημοσιογράφο. Τον εκτέλεσαν. Δεν ξέρω αν υπήρξε καλός ή κακός δημοσιογράφος. Ξέρω πως υπήρξε άνθρωπος. Με την βιολογική έννοια. Με γυναίκα και παιδί. Ποτέ δε θα μάθουμε τις αιτίες που τον σκότωσαν. Απλά είναι ένα παράπλευρο θύμα. Οι μικροί την πληρώνουν πάντα. Οι μεγάλοι ποτέ. Η αδικία της ζωής καί του χώρου αυτού. Σας είπα εκπτώσεις δε θα κάνω ποτέ. Αλλά η ζωή είναι πάνω από το κάθετι. Η οικογένεια το ίδιο. Κάποιοι πρέπει να σκεφτούν πως αυτό το παιδί ακολουθούσε διαταγές. Γιατί είχε να θρέψει στόματα. Μπορεί να μην ήθελε αλλά να αναγκάστηκε. Ξέρετε τι εννοώ. Απλά αυτός ήταν πάντα το εύκολο θύμα. Καί αυτοί που το έκαναν θα είναι πάντα άνανδροι καί θρασύδειλοι.

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

Η ιστορία του Κού

Η Ελλάδα δεν αγαπάει τους ξένους. Ποτέ δεν τους αγάπησε. Τους παράνομους ξένους έστω. Γιατί τους τουρίστες τους ερωτεύτηκε. Εγώ ποτέ δεν είχα κανένα πρόβλημα με το χρώμα, με την εθνικότητα, με τη γλώσσα, με τη θρησκεία. Γιά μένα όλοι άνθρωποι είναι. Ίσοι καί όμοιοι. Ο Κού είναι ένας από αυτούς. Είναι Ασιάτης καί πουλάει, αντικειμενικά, άχρηστα αντικείμενα για να βγάλει τα προς το ζην. Άνθρωπος που παράτησε τη χώρα του προκειμένου να ζητήσει ένα καλύτερο μέλλον. Δεν το επέλεξε, αναγκάστηκε. Όπως οι περισσότεροι μετανάστες έστω. Ζεί με ανύπαρκτα λεφτά, αντιμετωπίζοντας καθημερινά την Αρεία Φυλή των Ελληναράδων που θεωρούν πως είναι γνήσιοι απόγονοι του Περικλή, οι οποίοι τους κυνηγούν, τους δέρνουν καί, πολλές φορές, τους σκοτώνουν. Η ζωή του όλη μέρα είναι τρέξιμο. Από την Αστυνομία, τους "πατριώτες", την Ελλάδα ολόκληρη. Για τον Κού άκουσα από τη Μαρία. Πηγαίνει στην κρεπερί που δουλεύει και πουλάει πραγματάκια. Το αφεντικό του δίνει να φάει δωρεάν όσες φορές τη μέρα θελήσει. Αυτός είναι άνθρωπος. Τη Μαρία την αγαπάει ο Κού, της κάνει δώρο κάτι άχρηστα κουκλάκια, κάτι μπρελόκ λέηζερ, κάτι από όλα αυτά τα άχρηστα που πουλάει. Δεν είχε τύχει ποτέ να τον γνωρίσω από κοντά. Έτυχε σήμερα. Την ώρα που έτρωγα με τη Μαρία, μπήκε στο μαγαζί που τρώγαμε να πουλήσει ό'τι μπορούσε. Ήταν πολύ περιποιημένος. Μάυρη μπλούζα πόλο με μαύρο παντελόνι. Αυτό όμως που προκαλούσε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν το αληθινό χαμόγελο του. Μόλις είδε τη Μαρία, ήρθε στο τραπέζι να τη χαιρετήσει. Με κοίταξε αμήχανα. Του χαμογέλασα και του έδωσα το χέρι μου. Ξαφνιάστηκε. Υποθέτω γιατί όταν κάποιος του απλώνει το χέρι είναι για να τον χτυπήσει. Πάντως όχι για καλό. "΄Γειά σου Κού, είμαι ο Νίκος" του είπα. Χαμογέλασε τόσο αληθινά καί χάρηκε τόσο πολύ που του μίλησα που αυτό αντανακλούσε στο πρόσωπο του. " Αυτό είναι το φίλο σου;" ρώτησε τη Μαρία. Εκείνη του είπε "ναί'. Τότε ο Κου βάζει το χέρι μέσα στην πραμάτεια του και μου δίνει έναν μικρό φακό στο χέρι. Με κοιτάζει και μου λέει "Ντώρο". Είναι από τις λίγες φορές που ξαφνιάζομαι τόσο. Του χαμογελάω καί τον χιλιοευχαρίστησα. Ξαφνικά με έπιασα να αισθάνομαι τόσο άσχημα. Γιατί τους φερόμαστε έτσι; γιατί αυτοί μας αγαπούν τόσο και εμείς καθόλου; γιατί να αναγκάζονται οι άνθρωποι να ξεριζόνωνται;. Κανείς δε θα μου τα απαντήσει αυτά, σίγουρα. Εγώ ένα ξέρω. Λίγη ανθρωπιά να είχαμε από αυτή του Κού θα ήμασταν καλύτεροι άνθρωποι. Κου ευχαριστώ και συγνώμη (που δεν λέμε να καταλάβουμε πως είσαι άνθρωπος).

Living

Φεύγοντας από την Αθήνα τις προηγούμενες τρείς μέρες, παρατήρησα ξανά το ίδιο πράγμα. Σ' αυτή την πόλη δε ζούμε. Αληθινά. Ανθρώπινα. Ένα άγχος, ένας κόμπος, ένα κάτι που δε μπορεί να μας αφήσει να ζήσουμε όσο θέλουμε αυτά που θέλουμε. Βία, μιζέρια, γκρίζο, νέφος, θόρυβος. Την Αθήνα την αγαπώ. Αλλά θα την ήθελα λίγο πιό ανθρώπινη. Ίσως πολύ πιό ανθρώπινη. Αυτό το καταλαβαίνω όποτε φεύγω. Όταν είμαι μέσα στη θάλασσα καί ακούω τα τζιτζίκια αντί γιά το ντάπα ντούπα των αθηναϊκών παραλιών. Όταν μυρίζω το θυμάρι αντί για το καυσαέριο. Όταν τα πάντα είναι φιλικά. Άνθρωποι καί ζώα. Όταν τα χρώματα σε κάθετι είναι χαρούμενα. Οι μουσικές είναι διαφορετικές. Η μπύρα έχει άλλη γεύση. Ο ήλιος δεν καίει τόσο. Το νερό της θάλασσας ποτέ δεν είναι πολύ κρύο. Τα κουνούπια δεν είναι ενοχλητικά. Οι στιγμές που πιάνεις τον εαυτό σου να χαμογελάει σα χαζός. Αναπνέεις και δεν πνίγεσαι. Τίποτα δε σου φαίνεται ακατόρθωτο. Και δε φταίει το μέρος γιά αυτό. Εσύ είσαι που τα κάνεις όλα. Η διάθεση σου. Η πόλη μας αγριεύει. Μας κλείνει στους εαυτούς μας. Μας γερνάει. Εμείς την αφήνουμε. Το να χαμογελάς χωρίς λόγο σε αυτή την πόλη θεωρείσαι χαζός. Στο νησί είσαι απλά χαρούμενος. Καί όποτε αντικρύζω την Αθήνα από το καράβι πάντα δίνω την υπόσχεση πως θα γίνω πιό ανθρώπινος. Άλλωστε αυτή η πόλη είμαστε εμείς. Αν οι διαθέσεις μας γίνουν καλύτερες, θα γίνει καί αυτή η πόλη...

Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

Run

Βιαζόμαστε. Πάντα καί παντού. Έτσι μας θέλει η ζωή, βιαστικούς. Να μην προλαβαίνουμε να χαιρόμαστε τίποτα. Όχι εδώ τουλάχιστον. Όχι έτσι. Να μην είμαστε μαζί. Δίπλα. Νοητά πάντα ήμασταν και θα είμαστε. Πάντα το ήξερες καί το ήξερα. Δεν λες τι θέλεις. Πνίγεις τα πάντα μέσα σε αυτή τη βιασύνη. Τρέχουμε για να προλάβουμε μια στιγμή. Ένα δευτερόλεπτο. Μία αγκαλιά. Ένα κοίταγμα. Ένα χαμόγελο. Καί σκέφτομαι. Και ψάχνω. Έναν τρόπο να ξεφύγουμε από αυτά που μας κάνουν να μη χαιρόμαστε. Καί θέλω να σου πω να μην τρέχεις κι ας μην υπάρχει ο χρόνος. Καί λίγες μέρες, λίγες στιγμές φτάνουν γιά να καλύψουν όλα αυτά που χάνονται μέσα στην ταχύτητα και στη βουή της ζωής μας. Καί ελπίζω να αντέχεις σε όλο αυτό το ρυθμό καί να μη φοβάσαι. Καί μόλις θα φύγεις, ήδη έχεις φύγει δύο φορές, δυσκολεύομαι να μέινω όρθιος. Πάντα θα δυσκολεύομαι. Καί όταν λες αυτό το αντίο, σωριάζομαι. Μέσα μου, όχι μπροστά σου. Εκεί πάντα θα χαμογελώ. Και ανοίγω τα φώτα, να σε δω καλύτερα. Πάντα μέσα σε αυτό το νοητό σκοτάδι. Να δω τα μάτια σου. Με τις μυρωδιές καί το άγγιγμα σε έμαθα, σε αγάπησα. Θέλω να σε δω. Τώρα που όλα τρέχουν πιό γρήγορα από ποτέ. Ο χρόνος, τα δάκρυα, το μυαλό. Άντεξε, σε παρακαλώ. Κράτα καί κράτα με. Εγώ εδώ θα είμαι, πάντα. Το ξέρεις κι ας μη θες να το δεχτείς. Γιατί όσο κι αν έτρεχαν όλα γύρω εγώ δε βιάστηκα. Καί σε έμαθα. Και σε ξέρω. Και σε αγαπάω. Κάτι που δε θα το κάνει καλύτερα κανείς. Καί το νιώθεις και εσύ. Μακάρι να είχα λίγες μέρες να έφτιαχνα αυτό το χάος.

Εμπνευσμένο από το τραγούδι Run των Snow Patrol