Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

Πεθαίνοντας γιά να ζήσεις...

Τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα. Δε μπορούσαμε να κοιμηθούμε τα βράδια. Η σειρήνα φώναζε συνεχώς. Οι βόμβες έπεφταν παντού. Χάος. Την κοιτούσα να έχει αγκαλιά τη μικρή που έκλαιγε. Είχε φοβηθεί. Καί αυτή καί το παιδί. Έκλαιγαν καί οι δύο. Η μία φωναχτά, η άλλη βουβά. Τις κοιτούσα. Πλέον άκουγα μόνο το κλάμα τους. Οι βόμβες δεν ακούγονταν στα αυτιά μου. Θα τα δώσω τα λεφτά να φύγουμε. Δε μπορούμε να ζούμε συνέχεια με το θάνατο πάνω από τα κεφάλια μας. Αποκοιμήθηκα με τη σκέψη, χωμένος κάτω από το τραπέζι. Την κοίταξα, κοιμόταν αγκαλιά με τη μικρή. Παντού μύριζε καμμένο. Δε με ενόχλησε. Έβρεξα το πρόσωπο μου καί πήγα καί να ρωτήσω τον Αχμέτ. Ο ξάδερφος του, ο Καρίμ, ήταν Ελλάδα. Είχαν να μιλήσουν καιρό βέβαια. Παλιά τον έπαιρνε συχνά, τώρα πήγαιναν δύο μήνες που είχαν να τα πούνε. "Δουλεύει καί δεν προλαβαίνει", έλεγε ο Αχμέτ. "Τώρα με τους Ολυμπιακούς υπάρχει δουλειά γιά όλους στην Ελλάδα". Τα κανόνισα όλα για να φύγουμε. Η βάρκα μας περίμενε δύο βράδια μετά. Την κρατούσα από το χέρι, κοίταξα το παιδί, αν ήταν καλά ντυμένο. Είχαμε μία βδομάδα ταξίδι. Ίσα που χωρέσαμε. Ευτυχώς δεν είχε θάλασσα. Προς το παρόν έστω. Κοιτούσα τα φώτα να απομακρύνονται. Πονούσα πολύ, γιατί την αγαπάω την πατρίδα μου. Αλλά αγαπάω παραπάνω την οικογένεια μου. Θυμάμαι όταν γέννησε τη μικρή. Πόση χαρά Θεέ μου. Θα έκανα τα πάντα γι' αυτές. Θα σκότωνα. Οι μέρες περνούσαν. Πολλοί δεν άντεξαν από τη δίψα καί την πείνα. Πέθαιναν. Είχα να πιώ νερό 2 μέρες για να πίνει η μικρή. Πετούσαν τα πτώματα στη θάλασσα. "να είμαστε πιό άνετα έλεγαν, να ελαφρύνει η βάρκα λίγο". Ακόμα δε μπορώ να ξεχάσω τον ήχο όταν έπεφταν στο νερό. Κάθε μέρα ήμουν χειρότερα. Αν δεν είχα αυτές δε θα άντεχα. Αυτές με κράτησαν καί φτάσαμε. Σε μία έρημη παραλία στη Μυτιλήνη. Τις πήρα από το χέρι. Ένιωθα πολύ αδύναμος. Βγήκαμε σε μία πόλη μετά από πολύ περπάτημα. Ερημιά. Βρήκα ένα συντριβάνι καί ήπια νερό. Είχε χάλια γεύση αλλά ξεδιψούσε. Κοιμηθήκαμε σε ένα παγκάκι. Το πρωί μας ξύπνησε ένας γέρος. Φάνηκε καλός. Μας πήρε καί μας πήγε στο καφενείο του χωριού. Κέρασε ό'τι ήπιαμε καί φάγαμε. Με ρώτησε αν θέλω δουλειά. Είχε κάτι χωράφια. Ήθελε εργάτες. Δέχτηκα χωρίς δεύτερη σκέψη. Ήταν πολύ δύσκολα. 12 ώρες δουλειά μέσα στο λιοπύρι. Ακόμα δεν είχα πληρωθεί, πάει ένας μήνας που δουλεύω. Δεν είπα τίποτα. Μας είχε καί μέναμε σε ένα δώμα. Στριμωχτά, αλλά είχαμε μία σκεπή πάνω από το κεφάλι μας καί ένα πιάτο φαΐ. Την επόμενη μέρα μου έδωσε εκατό ευρώ καί μου είπε να φύγω. Θα φώναζε την αστυνομία έλεγε. Με έκλεψε ο καριόλης. Δεν ήξερα καί καλά ελληνικά. Μόνο το "μαλάκα¨. Αυτό του έλεγα καθώς τις πήρα από το χέρι καί φύγαμε. Έβγαλα τρία εισιτήρια. Πειραιάς. Θα πήγαινα να βρώ δουλειά εκεί. Υπήρχαν καί οι Ολυμπιακοί. Θα ζητούσα κι από τον Καρίμ να με βοηθήσει. Έκανα δουλειές του ποδαριού. Προσπαθούσα να γνωρίσω πατριώτες. Άρχισα να μαθαίνω πως δουλεύουν τα πράγματα εδώ. Πολύ δουλειά, καθόλου λόγια. Έτσι πορεύτηκα. Βρήκα δουλειά σε ένα γήπεδο που φτιαχνόταν στο Φάληρο. Χρειάζονταν ένα εργάτη. Κι εγώ χρειάστηκα τα λεφτά. Δεν ήταν πολλά, αλλά τα χρειαζόμουν. Γιά εκείνες. Δύο μέρες ήταν που είχα ξεκινήσει. Είχαμε διάλλειμα καί έτρωγα με τον Αρμάν. Αυτός δούλευε κάνα χρόνο εκεί. Είχε γίνει ένα ατύχημα είπε, σκοτώθηκε ένας εργάτης. Ο Καρίμ. Πάγωσα. Αλλά δεν μίλησα... Τα χρόνια πέρνούσαν, οι ολυμπιακοί έγιναν, εγώ δούλευα σε οικοδομές, μία από δω, μία από 'κει. Μέναμε σε ένα υπόγειο στην Αλεξάνδρας. Η μικρή πήγαινε σχολείο. Είχαμε χαρτιά. Έδωσα πολλά λεφτά γιά να τα βγάλουμε, αλλά πιά δε φοβόμασταν. Εκείνη δούλευε σε σπίτια, καθάριζε. Δεν είχα παράπονο, η μικρή είχε βρεί παρέες, βγάζαμε λίγα λεφτά, αλλά είμαστε όλοι μαζί. Δεν υπάρχουν βόμβες. Μας κυνήγησαν κάνα δυό φορές κάτι καραφλοί με μπότες. Τη μία φορά με χτύπησαν, μπήκα μπροστά γιά να προστατέψω τη μικρή. Ευτυχώς δεν ήταν κάτι σοβαρό. Γενικά δεν είχα παράπονο. Πριν λίγους μήνες ακούσαμε κάτι για κρίση. Δεν έδωσα σημασία. "Η Ελλάδα έχει λεφτά" έλεγα, "το είπε καί αυτός με το μουστάκι από τους πράσινους". Δε μπορεί να έλεγε ψέμματα. Οι δουλειές άρχισαν να λιγοστεύουν. Δεν έβρισκα τόσο εύκολα πιά. Ευτυχώς εκείνη δεν είχε πρόβλημα. Την ήθελαν ακόμα. Καθάριζε καλά. Το είχε αυτό, ήταν πάντα τακτική. Τα λεφτά δεν έφταναν όμως. Εγώ είχα να δουλέψω τρείς μήνες. Χρωστούσα το νοίκι πέντε μηνών, ρεύμα δεν είχαμε, ήταν κομμένο. Μία μέρα που δίαβαζα τη μικρή, γύρισε σπίτι εκείνη, με δάκρυα στα μάτια. Την έδιωξαν. Δε τη χρειάζονταν άλλο. Την παρηγόρησα. Ήμουν αισιόδοξος. Πάντα ήμουν. Οι μήνες περνούσαν, δουλειά δεν είχαμε. Ζούσαμε με δανεικά, με συσσίτια, φύγαμε από το σπίτι, πήγαμε σε ένα δυάρι, μαζί με άλλους τρείς πατριώτες. Μας ερχόταν πιό φτηνά. Έκανα ό'τι δουλειά έβρισκα. Ξεφόρτωνα νταλίκες, έπλενα αυτοκίνητα. Μάζεψα λίγα λεφτά. Το είχα καταλάβει πιά. Δε μας σήκωνε άλλο η Ελλάδα. Τα χαρτιά δεν τα είχα ανανεώσει. Πήρα τα λεφτά καί πήγα να βρώ τον Πέτρο. Μου είχαν πει πως θα με κανόνιζε. Του έδωσα τα λεφτά στο χέρι. Μου είπε πως θα κανόνιζε σε δύο μέρες να με έστελνε Ιταλία. Πήγαμε σε κάτι αποθήκες στον Βοτανικό. Μας περίμενε ένα φορτηγό. Μας έβαλαν μέσα στην καρότσα, εμείς οι τρείς καί άλλοι επτά. Απο μπροστά έβαλαν κούτες με φυτοφάρμακα. Δε φαινόμασταν. Μύριζε πολύ άσχημα. Το φορτηγό άρχισε να κουνιέται. Προχωρούσαμε...Μπήκαμε στο καράβι γιά Ιταλία. Έκανε πολύ ζέστη στο γκαράζ. Στην καρότσα τα πράγματα ήταν χειρότερα. Μύριζε πετρέλαιο καί φυτοφάρμακο. Τις κοιτούσα, δεν έδειχναν καλά. Κανείς μας δεν έδειχνε καλά. Μας πήρε ο ύπνος. Ένιωθα πολύ αδύναμος. Ξύπνησα γιά λίγο καί τις κοίταξα. Ήταν χλωμές καί οι δύο. Από την κούραση θα ήταν σκέφτηκα. Δεν είχαν κουνηθεί καθόλου. Προσπάθησα να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά αλλά δε μπορούσα. Ένιωθα αδύναμος. Τις κοιτούσα. Μου φαίνονταν πιό χλωμές. Μπορεί καί να έκανα λάθος...Ίσως να έφταιγε καί το φως που έβλεπα καθώς έκλεινα τα μάτια μου...Σας αγαπάω, καληνύχτα...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου